Το χρέος των ιδιωτών έχει εκτοξευθεί στα 14 τρισεκατομμύρια δολάρια
Η ρητορική του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, που εκφράζεται με μία πλημμυρίδα από προπαγανδιστικά tweets, δεν μπορεί να καλύψει την ανησυχία που αισθάνεται η αμερικανική μεσαία τάξη, όπως προκύπτει και από έρευνες της The Wall Street Journal.
Εν μέσω της αντισυστημικής ρητορείας του προέδρου κατά των κατεστημένων οικονομικών ελίτ, η μυθική αμερικανική μεσαία τάξη, που πρωταγωνιστεί ως πρότυπο σε όλες τις ταινίες του Χόλιγουντ και τις τηλεοπτικές σειρές, ουσιαστικά καταβυθίζεται υπό το άχθος του δομικού χρέους της στον δανεισμό, στον οποίο καταφεύγει μόνο και μόνον για να διατηρήσει τον υφιστάμενο τρόπο ζωής της. Με άλλα λόγια καμία βελτίωση, καμία άνοδος του επιπέδου ζωής της.
Με τη δυναμική των μισθών σε τέλμα για περίπου δύο δεκαετίες, η αγοραστική δύναμη του μέσου Αμερικανού έχει διαβρωθεί σε εκθετική δύναμη και η προσφυγή του στον δανεισμό αποτελεί μία λύση, όχι για να αποκτήσει περισσότερα αγαθά, αλλά για να ανταποκριθεί στο όλο και αυξανόμενο κόστος διαβίωσης και να αντιμετωπίσει τις πρωτογενείς ανάγκες του: κατοικία, λογαριασμούς, έξοδα διατροφής και ένδυσης, φοιτητικά δάνεια, αυτοκίνητα.
Όλα αυξάνουν, εξαιτίας και του «πραγματικού πληθωρισμού», που πλέον έχει εγκατασταθεί σταθερά στις οικονομικές στατιστικές, που αποψιλώνει το εισόδημα και σε συνέργεια με την μισθολογική καθήλωση, έχει εξανεμίσει τη δυνατότητα αποταμίευσης για το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, διογκώνοντας απεναντίας το απόθεμα χρέους του.
Στα τέλη του 2017, το μέσο εισόδημα στις ΗΠΑ υπολογιζόταν σε 61.372 δολάρια, που είναι πολύ λίγο υψηλότερο από το αντίστοιχο επίπεδο του 1999 μετά τις αναγωγές βάσει πληθωρισμού. Όμως το πιο συναρπαστικό στοιχείο είναι αυτό που αφορά το κόστος ζωής: μπορεί χωρίς αναγωγές το εισόδημα να φαίνεται πως έχει αυξηθεί κατά 135% στις τελευταίες τρεις 10ετίες, όμως τα αντίστοιχα έξοδα για τη φοίτηση στα πανεπιστήμια έχουν αυξηθεί κατά 549% κατά το ίδιο διάστημα, οι ιατρικές δαπάνες κατά 276% και τα έξοδα διαβίωσης και κατοικίας κατά 188%. Σύμφωνα με τον καθηγητή του Πανεπιστήμιου Τζορτζτάουν Άνταμ Λέβιτιμ, «το κόστος για την διατήρηση μόνον του τρόπου διαβίωσης της μεσαίας τάξης έχει αυξηθεί κατά εκθετικό τρόπο» και η οικονομική κρίση του 2007 έχει αντιστρέψει καθοδικά την εξέλιξή της, αυξάνοντας τον δείκτη προλεταριοποίησης μεγάλων τμημάτων της μεσαίας τάξης».
Βάσει των στοιχείων, μεταξύ 1989 και 2016, η αμερικανική οικονομία έχει διπλασιασθεί κατά το συναλλαγματικό της ισοδύναμο, όμως κατά την ίδια περίοδο η μέση καθαρή αξία της έχει αυξηθεί μόλις κατά 4%. Ιδού που οφείλεται το φαινόμενο της κοινωνικής πόλωσης που έφερε τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο: σε αυτό το πλαίσιο η ψαλίδα μεταξύ του 10% του στρώματος των πλουσιότερων Αμερικανών και του άλλου 90% που αγωνίζεται να τα καταφέρει εν μέσω του αδηφάγου πληθωρισμού, καθιστά σαγηνευτικές τις λαϊκίστικες ιερεμειάδες του Τραμπ και του πρώην συμβούλου του Στίβ Μπάνον.
Όμως, το παραμύθι αυτό φαίνεται πως τελειώνει: σύμφωνα με αναφορά του Αμερικανικού Ινστιτούτου Χρεωκοπιών (ΑΒΙ) τον περασμένο Ιούλιο, ο αριθμός των χρεωκοπιών αυξήθηκε κατά 5% σε μηνιαία βάση, φθάνοντας τις 64.283. Και ο αριθμός αυτός δεν αφορά μόνον τις επιχειρήσεις που καταθέτουν τα βιβλία τους, αλλά και απλούς πολίτες που πλέον δεν μπορούν να αποπληρώσουν, ή να ικανοποιήσουν τα δάνειά τους. Και για κακή τύχη του Τραμπ, τα στοιχεία τούτα είναι ακόμη πιο αμείλικτα σε γεωγραφική βάση. Διότι η κατηφόρα της μεσαίας τάξης διαπιστώνεται πιο έντονα σε περιοχές, όπου αποτελούν παραδοσιακή δεξαμενή ψήφων για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Και εάν οι Πολιτείες του Νότου, όπως η Αλαμπάμα, το Μισισίπι, το Τενεσί και η Γεωργία βρίσκονται στην πρώτη θέση στην αύξηση των χρεωκοπιών και των κόκκινων δανείων, ακόμη πιο ταχεία είναι η επιδείνωση των αγροτικών περιοχών του Mid-West, που βρίσκονται σε πραγματικά κρίσιμη κατάσταση μετά το επονομαζόμενο Farmaggedon, τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν από την απόφαση της Κίνας να απαντήσει στις αμερικανικές κυρώσεις με εμπάργκο εισαγωγών αμερικανικών αγροτοδιατροφικών προϊόντων.
Δεν είναι τυχαίο, πως ο Τραμπ προκειμένου να καταπραΰνει τις ανησυχίες των αγροτών μπροστά στο φάσμα της χρεωκοπίας, με διαδοχικά tweets του έσπευσε να τους διαβεβαιώσει για επιδοτήσεις από τον επόμενο χρόνο.
Όμως η επιδεινούμενη κρίση στη μεσαία τάξη κινδυνεύει να συμπαρασύρει και τις τοπικές, μικρομεσαίες επίσης, τράπεζες, που ενώπιον του φάσματος των χρεωκοπιών και των κόκκινων δανείων, μειώνουν τις χορηγήσεις δανείων ή ζητούν δυσθεώρητες εγγυήσεις, τροφοδοτώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο στο πιστωτικό σύστημα.
Το ζήτημα τούτο είναι ιδιαίτερα σοβαρό, καθώς όπως προκύπτει από τα στοιχεία του Γραφείου Χρηματοοικονομικής Προστασίας των Καταναλωτών (CFPB), ανέρχονται στα 26 εκατ. οι Αμερικανοί που δεν χαίρουν καμίας δανειακής αξιοπιστίας, ενώ άλλα 19 εκατ. έχουν μικρή δανειακή εμπλοκή και αυτή μάλιστα ανάγεται σε πολλά χρόνια πριν. Όμως το πιο ανησυχητικό στοιχείο, που παραπέμπει μάλιστα στην κρίση του 2008, τα νέα προγράμματα χρηματοδότησης είναι συνδεδεμένα με τις υποθήκες και τα στεγαστικά δάνεια και αγοραπωλησίες.
Προσθετικά στις ανησυχίες έρχονται και τα στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, που βλέπει το χρέος των ιδιωτών να έχει εκτοξευθεί στα 14 τρισεκ. δολάρια (εν σχέσει με 13 δισεκ. το 2008). Και μάλιστα, όπως διαπιστώνεται ξανά, η τάση για δανεισμό οφείλεται στην ανάγκη εξυπηρέτησης των βασικών αναγκών, όπως κατοικία, διατροφή και υγεία, και όχι για την κατανάλωση και τη διασκέδαση.
Μάλιστα οι αναλυτές της μεγάλης αμερικανικής τράπεζας JP Morgan στην τελευταία τους ανάλυση έχουν αναθεωρήσει προς τα άνω την πιθανότητα των ΗΠΑ να εισέλθουν σε τροχιά ύφεσης, προβλέποντάς την στο 40% εντός του επόμενου 12μήνου, στο υψηλότερο σημείο των προβλέψεων κατά το τρέχον οικονομικό έτος.
Πλέον ο μύθος του «ήρωα της εργατικής τάξης» (working class hero), που κατεβαίνει στην πολιτική για να σώσει τους ταπεινούς και καταφρονεμένους και «να ξανακάνει μεγάλη την Αμερική», ενδέχεται να επιφυλάξει στη μεσαία τάξη ένα πικρό τέλος. Αντίστοιχο με εκείνην την εποποιία που κατέγραψε στα «Σταφύλια της Οργής» ο μεγάλος συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ.