Τα στοιχεία νέας μελέτης
Οι άνθρωποι που έχουν συγγενή πρώτου βαθμού (γονιό, αδερφό ή παιδί) με καρκίνο του αίματος έχουν αυξημένες πιθανότητες να διαγνωστούν με αυτή την ασθένεια, όπως αποκαλύπτει νέα έρευνα.
Τα δεδομένα της παρούσας μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση «Blood», συνιστούν τα πρώτα ερευνητικά ευρήματα σχετικά με το ρόλο του οικογενειακού ιστορικού στο φάσμα των αιματολογικών κακοηθειών.
Ο δρ. Αμίτ Σουντ, επικεφαλής συντάκτης της μελέτης από το Ινστιτούτο Έρευνας για τον Καρκίνο, στο Λονδίνο, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης έρευνας, εξηγεί ότι αυτά συμβάλλουν στην κατανόηση των αιτιών του καρκίνου του αίματος – και της επίδρασης της δυνητικής κληρονομικής προδιάθεσης- και μπορεί να ταυτοποιήσουν τους γενετικούς παράγοντες κινδύνου.
«Παράλληλα, τα ευρήματα αυτά μας παρέχουν πληροφορίες για την καλύτερη κλινική διαχείριση των ατόμων που έχουν συγγενείς με τη νόσο, ενώ ενθαρρύνουν την έναρξη συζητήσεων γύρω από το ζήτημα της οικογενειακής προδιάθεσης μεταξύ των ίδιων των οικογενειών, των γιατρών και των ασθενών», συμπληρώνει ο ίδιος.
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης, διαπιστώθηκε ότι το 4,1% από το σύνολο των περιστατικών με καρκίνο του αίματος είχε κάποιο συγγενή πρώτου βαθμού με τη νόσο. Το ποσοστό αυτό είναι υψηλότερο συγκριτικά με το αντίστοιχο άλλων μορφών καρκίνου, όπως είναι αυτοί του νευρικού συστήματος, του νεφρού και στο πάγκρεας, αλλά μικρότερο από αυτό των καρκίνων του εντέρου του μαστού και του προστάτη, στους οποίους το ποσοστό ασθενών που έχουν οικογενειακή προδιάθεση προσεγγίζει το 8-15%. Η ύπαρξη συγγενών με τη νόσο αφορά κυρίως αυτούς που έχουν ορισμένους υποτύπους του λεμφώματος Hodgkin (HL), λεμφοπλασμακυπαρικό λέμφωμα (LPL) και λέμφωμα μανδύα (MCL). Οικογενειακή προδιάθεση παρατηρήθηκε επίσης σε ασθενείς με αληθή πολυκυτταραιμία (γνωστή και ως ερυθραιμία), μυελοδυσπλασία και θρομβοκυττάρωση.
Βρέθηκε, επίσης, ότι ο κίνδυνος διέφερε ανάλογα με την ηλικία διάγνωσης του συγγενή και το είδος της συγγενικής σχέσης –αν δηλαδή επρόκειτο για γονιό, αδερφό ή παιδί. Γενικά, φάνηκε ότι η διάγνωση σε μικρή ηλικία ήταν ο παράγοντας που αύξανε περισσότερο τον κίνδυνο. Στη χρόνια λυμφατική λευχαιμία (CLL) o κίνδυνος προδιάθεσης πολλαπλασιάζεται ανάλογα με την ηλικία διάγνωσης, το είδος της συγγενικής σχέσης και τον αριθμό των συγγενών πρώτου βαθμού που έχουν νοσήσει. Τόσο στην CLL όσο και στο HL ο κίνδυνος αυξάνεται σε εκείνους που έχουν αδέρφια με τη νόσο.
«Ελπίζουμε ότι τα δεδομένα αυτά θα αποτελέσουν το έναυσμα για την ενθάρρυνση γενετικών ελέγχων και προληπτικών εξετάσεων. Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν άνθρωποι που έχουν συγγενείς πρώτου βαθμού που διαγνώστηκαν νέοι με κάποια μορφή καρκίνου του αίματος, για τους οποίους η παροχή συμβουλών, οι γενετικοί έλεγχοι και η παρακολούθηση τους, πρέπει να γίνονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο », δηλώνει ο Σουντ.
Η παρούσα έρευνα ανέλυσε δεδομένα 16 εκατομμυρίων ατόμων από τη Βάση Δεδομένων της Σουηδίας για τις οικογένειες με καρκίνο (Swedish Family-Cancer Database), συμπεριλαμβανομένων 153.115 ατόμων διαγνωσμένων με καρκίνο του αίματος και 391.131 ατόμων που είχαν συγγενείς πρώτου βαθμού με τη νόσο.