Έρευνα για τη σχέση των πολέμων και της μετανάστευσης με τη νευροεπιστήμη και την ψυχική υγεία
Οι τραυματικές εμπειρίες που βιώνουν οι πρόσφυγες και μετανάστες λόγω της αναγκαστικής μετακίνησης επηρεάζουν όχι μόνο τους ίδιους αλλά συχνά και τις επόμενες γενιές της οικογένειάς τους. Αρνητικές επιπτώσεις, όμως, στο σώμα και την ψυχή τους δεν έχουν μόνο ο πόλεμος και η μετανάστευση, αλλά και η τραυματική ενσωμάτωσή τους στις χώρες προορισμού.
Τα παραπάνω διαπιστώνει ο ερευνητής Μάικ Νίκοντσακ, ο οποίος διερευνά τη σχέση των πολέμων και της μετανάστευσης με τη νευροεπιστήμη και την ψυχική υγεία. Για τη σύνδεση αυτή θα μιλήσει την ερχόμενη Δευτέρα στο 8ο συνέδριο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος στην Αθήνα.
Ο Νίκοντσακ είναι ερευνητής στο Εργαστήριο Καινοτομίας για τις Νευροεπιστήμες και τις Κοινωνικές Συγκρούσεις της οργάνωσης «Beyond Conflict» και μιλάει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τα πορίσματα της έρευνάς του, ενώ αφηγείται και μια πολύ ενδιαφέρουσα οικογενειακή ιστορία μετανάστευσης, που τον επηρέασε και τον καθόρισε επαγγελματικά.
Η αναγκαστική μετακίνηση, εξηγεί ο Νίκοντσακ, δεν αποτελεί μια ενιαία εμπειρία, αλλά «είναι ένας καταιγισμός από επικίνδυνες, τραυματικές και δύσκολες εμπειρίες». Γνωρίζουμε από την έρευνα της γενετικής, συνεχίζει ο ίδιος, ότι οι τραυματικές εμπειρίες επηρεάζουν όχι μόνο το άτομο που τις βιώνει αλλά συχνά και τις επόμενες γενιές. «Με άλλα λόγια, αλλαγές στα επίπεδα DNA και ορμονών ανάμεσα σε αυτούς που βιώνουν το τραύματα και το άγχος μπορούν να μεταδοθούν και στα μελλοντικά παιδιά».
Οι επιπτώσεις των πολέμων και των συγκρούσεων στα άτομα που τις βιώνουν περιλαμβάνουν, σύμφωνα με τον Μάικ Νίκοντσακ, μετατραυματικό στρες, διαταραχές ύπνου, αρνητική εικόνα του εαυτού, αποφυγή στενών σχέσεων και σωματικά συμπτώματα. Ο αριθμός των συμπτωμάτων αυξάνεται στις περιπτώσεις της σεξουαλικής βίας, όπως στην περίπτωση των γυναικών Γεζίντι στο Ιράκ.
Ωστόσο, σπεύδει να προσθέσει ότι «δεν "τραυματίζονται" όλοι όσοι βίωσαν τραυματικά συμβάντα». Χρησιμοποιώντας το ισπανικό ρητό «cada cabeza en un mundo» («κάθε κεφάλι είναι ένας ολόκληρος κόσμος») διευκρινίζει ότι «είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε σε συλλογικές κατηγοριοποιήσεις χιλιάδες ιστορίες και εκατοντάδες μοναδικές απαντήσεις που έχω δει στους πρόσφυγες και τους μετανάστες». «Μερικοί άνθρωποι μπορούν να παρακολουθήσουν έναν αποκεφαλισμό και να λειτουργήσουν σχετικά κανονικά μετά από μια τέτοια έκθεση. Άλλοι θα έχουν σοβαρές αναδρομές και θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ύπνου και μπορεί να αποφύγουν τυχόν υπενθυμίσεις της εμπειρίας. Οι ανθρώπινοι εγκέφαλοι και σώματα είναι πολύπλοκοι και κανένας άνθρωπος δεν ανταποκρίνεται με τον ακριβώς ίδιο τρόπο στο στρες και το τραύμα. Η ηλικία, η γενετική, οι σχέσεις, η προσωπικότητα, τα αισθήματα της απομόνωσης, η αυτοκαταστροφή παίζουν και διαδραματίζουν όλα ρόλο στον προσδιορισμό του τρόπου με τον οποίο αντιδράμε στα τραυματικά γεγονότα», παρατηρεί μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Την ίδια στιγμή και ενώ δίνεται σχεδόν αποκλειστικά έμφαση στις συνέπειες των συγκρούσεων, ο Μάικ Νίκοντσακ υπογραμμίζει εμφατικά ότι «αγνοούμε την ψυχική υγεία στον προγραμματισμό της επανεγκατάστασης και της ενσωμάτωσης».
«Υποθέτουμε ότι η σύγκρουση και ο πόλεμος είναι το τέλος της ιστορίας ψυχικής υγείας του μετανάστη ή του πρόσφυγα», λέει και συμπληρώνει: «Χωρίς να μειώνω καμία από τις συνέπειες των συγκρούσεων, είναι επίσης σημαντικό να σημειώσω ότι η διαδικασία ενσωμάτωσης σε μια νέα χώρα μπορεί να είναι πιο τραυματική από τον ίδιο τον πόλεμο».
Φέρνει ως παράδειγμα την απομόνωση στην κοινωνία υποδοχής, «ένα από τα πιο επιζήμια πράγματα που μπορεί να συμβεί σε ένα άτομο και η οποία έχει συνδεθεί με τη μείωση της καρδιαγγειακής υγείας, την αύξηση της φλεγμονής στο σώμα, την κατάθλιψη και τον εθισμό». Αντίθετα, η ισχυρή κοινωνική σύνδεση «μπορεί να αποτρέψει την ανάπτυξη της μετατραυματικής διαταραχής, να μειώσει τη φλεγμονή και να βελτιώσει τη σωματική υγεία».
Σημαντικές επιπτώσεις έχει και το βίωμα της διάκρισης, τόσο στον εγκέφαλο όσο και στο σώμα, λέει ο ίδιος. «Η εμπειρία των διακρίσεων συνδέεται στενά με την ανάπτυξη προβλημάτων ψυχικής υγείας και την ανάπτυξη αντικοινωνικής ή σε ορισμένες περιπτώσεις βίαιης συμπεριφοράς», επισημαίνει και προσθέτει ότι «οι επιπτώσεις της έκθεσης σε τέτοιες διακρίσεις πιθανόν να επιδεινώσουν την προϋπάρχουσα εμπειρία τραύματος και άγχους».
Πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν, όμως, τα τραύματα των προσφύγων; Ο κ. Νίκοντσακ απαντά ότι «η κατάσταση της ψυχικής υγείας μεταξύ των μεταναστών και προσφύγων είναι εκπληκτικά ποικίλη και η διαδικασία επούλωσης εξίσου πολύπλοκη και ποικίλη. Υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία θεραπειών που ξέρουμε ότι βοηθούν στη μείωση των αρνητικών συμπτωμάτων ψυχικής υγείας στους πρόσφυγες. Αυτές περιλαμβάνουν παραδοσιακές θεραπείες, όπως η ψυχοτρόπος φαρμακευτική αγωγή, η ψυχοθεραπεία, η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία και η μέθοδος ψυχοθεραπείας EMDR. Άλλες δραστηριότητες, όπως η γιόγκα, έχουν επίσης δείξει πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα». Ωστόσο, αν και η θεραπεία «είναι δυνατή και αναγκαία, ωστόσο είναι τρομερά υποχρηματοδοτούμενη και λίγο διερευνημένη».
Ο Μάικ Νίκοντσαν ξεκίνησε να ερευνά τη σχέση μεταξύ των συγκρούσεων και της νευροεπιστήμης έχοντας ερεθίσματα από την ιστορία της ίδιας της οικογένειάς του.
Μας «συστήνεται» λέγοντας ότι «οι περισσότεροι Αμερικανοί έχουν μια ιστορία μετανάστευσης. Ίσως μετανάστευσαν οι ίδιοι ή οι γονείς τους ή οι παππούδες τους- είναι μια γη μεταναστών και μια γη, όπου η καταγωγή και η γενεαλογία είναι σημεία υπερηφάνειας. Στη δική μου παιδική ηλικία ποτέ δεν ένιωθα περίεργα με το ότι η καταγωγή μου ήταν κατά το ήμισυ από τη Γουατεμάλα, κατά το ένα τέταρτο από την Ουκρανία και κατά το ένα τέταρτο από την Ιρλανδία. Ήταν και είναι η ιστορία μου. Η ιστορία του παρελθόντος και της οικογένειάς μου».
Ο ίδιος βίωσε από κοντά τη σχέση μεταξύ της σύγκρουσης και του εγκεφάλου παρατηρώντας τα μέλη της οικογένειάς του. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ήταν Ουκρανός από γονείς που έφυγαν από την Ουκρανία ως ασυνόδευτοι ανήλικοι για τις ΗΠΑ. Η μητέρα του μεγάλωσε στη Γουατεμάλα κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, «μιας από τις πιο βίαιες συγκρούσεις που γνώρισε το δυτικό ημισφαίριο, μια σύγκρουση που διήρκεσε 36 χρόνια και συνεχίζεται στη μνήμη, στις καρδιές και στα τραύματα». Η οικογένειά του γνώρισε από πρώτο χέρι τη βία και το φόβο. «Ο παππούς μου απήχθη, οι φίλοι της οικογένειας σκοτώθηκαν ή "εξαφανίστηκαν". Και όπως συμβαίνει συχνά κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο, η σιωπή και η άρνηση κυριάρχησαν στην οικογένεια. Μέχρι σήμερα, δεν μιλάμε για τον πόλεμο. Και ειδικά εκείνοι της γενιάς μου που δεν τον έζησαν», λέει και συμπληρώνει: «Μεγάλωσα με εν γένει επίγνωση των επιπτώσεων της σύγκρουσης στο μυαλό και το σώμα. Και οι δύο πλευρές της οικογένειάς μου αγωνίζονται με ζητήματα ταυτότητας, τραύματος και άγχους, ένα μεγάλο μέρος των οποίων σχετίζεται με τις εμπειρίες των συγκρούσεων και της μετανάστευσης».
Κατά τη διάρκεια των πρώτων του βημάτων στην έρευνα ο Μάικ Νίκοντσαν αποφάσισε να εστιάσει το ενδιαφέρον του στη Γουατεμάλα, όπου εργάστηκε «με κοινότητες επανεγκατεστημένων μαχητών από τους πολέμους- οι οποίοι δεν ήταν στην ίδια πλευρά με την οικογένειά μου. Ήταν "αυτοί", "αυτοί οι άνθρωποι" που έκαναν κακά πράγματα σε "εμάς"». Και, όπως εξομολογείται στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, το γεγονός ότι η μητέρα του έβλεπε το γιο της «να εργάζεται καθημερινά με κοινότητες που πυροδότησαν πλήθος αρνητικών αναμνήσεων και αισθήσεων, επηρέασε τη σχέση μας για μεγάλο διάστημα, αν και τελικά και οι δύο ωριμάσαμε και μάθαμε μαζί ως αποτέλεσμα».
Από το 2011 και μετά ο Μάικ Νίκοντσακ εργάστηκε κυρίως πάνω στην κρίση της Συρίας και πέρασε μεγάλο διάστημα στο στρατόπεδο προσφύγων Ζαατάρι στα σύνορα της Συρίας και της Ιορδανίας. Στη συνέχεια ταξίδεψε στο Λίβανο, τον Καναδά και τη Γερμανία και για μικρό διάστημα και στην Ελλάδα.
Τον ρωτάμε ποια είναι η κυριότερη ανάμνησή του από την Ελλάδα. «Θυμάμαι πιο έντονα το "νεκροταφείο" σωσιβίων έξω από τη Μυτιλήνη, στη Λέσβο. Περίπου 800.000 σωσίβια στοιβάζονταν ψηλά- ένα είδος γκροτέσκο μνημείου για τη μετανάστευση. Για το τραύμα. Για την ανισότητα. Για το διεθνές νομικό σύστημα. Για την ελληνική γενναιοδωρία. Για την ελληνική διαφθορά. Για όλες τις υποκρισίες που υπάρχουν στον τρόπο που προσεγγίζουμε τη μετανάστευση και την ψυχική υγεία, απαντά. «Από τα σύνορα της Ιορδανίας και της Συρίας μέχρι το καμπ της Μόριας στη Λέσβο και τα εγκαταλελειμμένα αεροδρόμια στη Γερμανία, σαφώς δεν έχουμε καταφέρει να τελειοποιήσουμε την τέχνη της φιλοξενίας αιτούντων άσυλο, προσφύγων και μεταναστών», καταλήγει.