Δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο το Κρεμλίνο
Πιθανό θέμα συζήτησης ανάμεσα σε Πούτιν και Τραμπ οι κυβερνοεπιθέσεις. Αυτό ισχυρίζεται το Κρεμλίνο, εάν η συνάντηση των δυο ανδρών πραγματοποιηθεί.
Ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρώσου προέδρου, ο Ντμίτρι Πεσκόφ, δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο οι πρόεδροι της Ρωσίας και των ΗΠΑ Βλαντίμιρ Πούτιν και Ντόναλντ Τραμπ να συζητήσουν το θέμα των κυβερνοεπιθέσεων, εάν πραγματοποιηθεί συνάντηση τους.
«Αυτό δεν μπορεί να αποκλεισθεί», δήλωσε ο Πεσκόφ απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφων, αν το θέμα αυτό θα συζητηθεί κατά τη συνάντηση των δύο ηγετών, εφόσον αυτή γίνει (στην σύνοδο κορυφής της G20 στην Οζάκα της Ιαπωνίας- σ.σ) έστω «και στο πόδι» αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο Πεσκόφ, σχολιάζοντας την δήλωση του επικεφαλής της Υπηρεσίας Κατασκοπείας της Ρωσικής Ομοσπονδίας Σεργκέι Ναρίσκιν, σύμφωνα με την οποία η υπηρεσία του διαθέτει στοιχεία για επικείμενες κυβερνοεπιθέσεις κατά της Ρωσίας, όπως και ότι ήδη έχει καταγράψει τέτοιες επιθέσεις σε ζωτικής σημασίας συστήματα, επισήμανε ότι «αυτό δεν είναι ένα νέο φαινόμενο».
«Εμείς, έχω υπόψη μου το ότι και οι οικονομικοί οργανισμοί και τα ΜΜΕ και οι υπηρεσίες και μονάδες ζωτικής σημασίας υποδομών, κατά την διάρκεια των τελευταίων ετών, δεχόμαστε επιθέσεις, οι οποίες ξεκινούν από διάφορες δυτικές χώρες, περιλαμβανομένων και των ΗΠΑ. Πρόκειται για ένα μεγάλο πρόβλημα και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Πούτιν επανειλημμένα έχει προτείνει στην Ουάσιγκτον συνεργασία στον τομέα της κυβερνοασφάλειας», δήλωσε ο Πεσκόφ.
Ο ίδιος υπογράμμισε ότι «αυτές οι προτάσεις μέχρι στιγμής έχουν απορριφθεί από τους αμερικανούς εταίρους μας» . Ερωτηθείς τι εννοεί ταν μιλάει για ‘επίθεση’ ο Πεσκόφ διευκρίνισε ότι πρόκειται για προσπάθειες εισόδου, για προσπάθειες να σπάσουν κωδικούς και για προσπάθειες να ελέγξουν τις πηγές.
Το Σάββατο η εφημερίδα New York Times ανέφερε σε ρεπορτάζ της ότι οι ΗΠΑ έχουν πολλαπλασιάσει τις ψηφιακές διεισδύσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο και σε άλλους στόχους στη Ρωσία για να απευθύνουν προειδοποίηση στη Μόσχα, η οποία είναι ύποπτη ότι κάνει το ίδιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, και για να προετοιμάσουν ενδεχόμενη κυβερνοεπίθεση σε περίπτωση μείζονος σύγκρουσης μεταξύ των δύο χωρών.