Έρευνα της Ένωσης ψυχολόγων της Λομβαρδίας
Τι άραγε περνάει, ή μάλλον τι δεν περνάει από το μυαλό όσων αποφασίζουν να απέχουν από τις ψηφοφορίες στις εκλογές και προτιμούν να μείνουν σπίτι τους; Αυτό το ερώτημα απασχολεί πολλούς, ιδιαίτερα τους πολιτικούς, που σε κάθε αναμέτρηση ένα από τα πρώτιστα μελήματά τους είναι να καλούν τον κόσμο να προσέλθει εξάπαντος στις κάλπες. Ωστόσο κάθε φορά, τα αποτελέσματα δείχνουν πως όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να μην ψηφίσουν και στις παρούσες Ευρωεκλογές η αποχή αποτελεί μία σπαζοκεφαλιά για τους δημοσκόπους και τους πολιτικούς.
Ωστόσο, καθημερινά η πολιτική απασχολεί μεγάλο ποσοστό των πολιτών, τόσο στις ιδιωτικές συζητήσεις, όσο και στις ανταλλαγές απόψεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: όλοι μιλούν για πολιτική, όλοι ακολουθούν τα τεκταινόμενα, όλοι έχουν μία άποψη, αλλά όταν η ώρα σημάνει, όλο και λιγότεροι πηγαίνουν για να μετουσιώσουν την άποψή τους σε ψήφο. Γιατί;
Η ένωση ψυχολόγων της ιταλικής περιφέρειας της Λομβαρδίας πραγματοποίησε μία σχετική έρευνα για να διαπιστώσουν τους ψυχολογικούς λόγους, πριν από οποιαδήποτε πολιτική αιτία, οδηγούν τους ανθρώπους στην αποχή από την εκλογική διαδικασία και το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων παρουσίασε τα αποτελέσματά της.
«Η απάντηση στην ερώτηση "τι περνάει από το μυαλό όσων δεν ψηφίζουν"είναι σχετικώς απλή: υποστηρίζουν πως η πολιτική είναι ένα γεγονός που δεν τους αφορά και πως κυρίως δεν πρόκειται να έχει, με οποιονδήποτε τρόπο, επίπτωση στην ίδια τους την ζωή», εξηγεί ο πρόεδρος της ένωσης Ρικάρντο Μπετίγκα.
«Για τον λόγο αυτό εκείνος που απέχει από τις εκλογές παρατηρεί με μοιρολατρία την αλληλοδιαδοχή των κυβερνήσεων και των ηγετών, το αντιμετωπίζει ως έναν μακρινό κόσμο, διαφορετικό και στον οποίο δεν μπορεί να επέμβει με κανέναν τρόπο και, κατ’ αναλογίαν, που κι εκείνος δεν μπορεί να επέμβει με κανέναν τρόπο στη δική του τη ζωή», προσθέτει.
Κάτι που ηχεί ως παράδοξο, με αντικειμενικούς όρους, και εντελώς άσχετο με την πραγματικότητα, διότι από το ποιος και πως κυβερνά εξαρτώνται ακόμη και οι παραμικρότερες πτυχές της δικής μας, της καθημερινής ζωής—από το εάν θα βρούμε χώρο στάθμευσης, έως του εάν θα έχουμε αύριο δουλειά.
«Στο μυαλό όποιου δεν ψήφίζει τα καθημερινά ζητήματα και οι άμεσες ψυχικές απαιτήσεις αποτελούν θέμα προτεραιότητας. Ζούμε σε μία εποχή—και μιλώ ως επιστήμονας, φωτογραφίζοντας χωρίς να κρίνω την υπάρχουσα κατάσταση—όπου η προσοχή μας σε ένα ζήτημα διαρκεί μόλις λίγες στιγμές και γύρω από το οποίο συχνά αλλάζουμε γνώμη κι ενδιαφέρον, ενώ και η διαδικασία της λήψης απόφασης είναι σύντομη, σχεδόν ενστικτώδης. Για τον λόγο τούτο αυξάνονται και θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο και στο εγγύς μέλλον οι άνθρωποι εκείνοι που αποφασίζουν τι θα ψηφίσουν την ύστατη ώρα, μέσα στο παραβάν», προσθέτει ο Μπετίγκα.
Κρατώντας ως δεδομένο το πρόβλημα της (μη) αντίληψης και της αδιαφορίας εκ μέρους του εκλογικού σώματος και της ταχείας αλλαγής των πραγμάτων, των απόψεων και των αισθητηριακών ερεθισμάτων (πράγμα που πχ στην Ιταλία επαληθεύεται με την θριαμβευτική εκλογή μέσα στην ίδια δεκαετία τριών ηγετών τόσο πολύ διαφορετικών μεταξύ τους, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Ματέο Ρέντσι, Λουΐτζι Ντι Μάιο, που όμως συγκέντρωσαν μεγάλες πλειοψηφίες από ένα όλο και πιο ρευστό και εύκολα μετακινούμενο σώμα ψηφοφόρων), αναδύεται και ένα τρίτο χαρακτηριστικό που οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψη, που αυτή τη φορά δεν εξαρτάται από τους ψηφοφόρους, αλλά από το περιεχόμενο και τον μηχανισμό δράσης της ίδιας της πολιτικής.
«Έχουμε συνηθίσει σε μία επικοινωνία ολοένα και πιο ταχεία και σύντομη σε διάρκεια ζωής, δεν γράφονται και δεν διαβάζονται πλέον άρθρα και βιβλία, αλλά αναρτήσεις. Ακόμη κι αυτές πολλές φορές κρίνονται ως μακροσκελείς, και όλοι προτιμούν—όπως η πράξη αποδεικνύει—σύντομα βίντεο, κλιπ και φωτογραφίες. Ένας πολιτικός ηγέτης που θέλει να πετύχει οφείλει να εργασθεί προς αυτήν την κατεύθυνση, ή αλλοιώς θα πρέπει να κατορθώσει να δημιουργήσει έναν αποτελεσματικό επικοινωνιακό μηχανισμό, που θα μπορέσει να προσελκύσει την φευγαλέα προσοχή των ψηφοφόρων. Η επικοινωνία θα πρέπει να είναι απλή, ακόμη και όταν το περιεχόμενο είναι περίπλοκο», καταλήγει ο πρόεδρος της Ένωσης Ψυχολόγων της Λομβαρδίας.