Η αύξηση της θνησιμότητας είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις πέντε μορφές καρκίνου με τα περισσότερα θύματα
Η θνησιμότητα από καρκίνο του παγκρέατος στην Ευρώπη εμφανίζει αύξηση 5% μεταξύ 1990-2016, σύμφωνα με έκθεση της ευρωπαϊκής οργάνωσης γαστρεντερολόγων United European Gastroenterology (UEG), η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα με αφορμή τη σημερινή Παγκόσμια Ημέρα Παγκρεατικού Καρκίνου.
Η αύξηση αυτή είναι η μεγαλύτερη ανάμεσα στις πέντε μορφές καρκίνου με τα περισσότερα θύματα. Οι άλλες τέσσερις είναι οι καρκίνοι των πνευμόνων, του παχέος εντέρου, του μαστού και του προστάτη, που όμως εμφανίζουν σταδιακή μείωση της θνησιμότητας μετά το 1990.
Αντίθετα, οι θάνατοι από παγκρεατικό καρκίνο ως ποσοστό του πληθυσμού της Ευρώπης συνεχίζουν να αυξάνουν, με αποτέλεσμα ο εν λόγω καρκίνος να έχει πλέον ξεπεράσει τον καρκίνο του μαστού ως η τρίτη κατά σειρά αιτία θανάτου από καρκίνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο καρκίνος του παγκρέατος -γνωστός και ως «σιωπηλός δολοφόνος»- έχει τη μικρότερη επιβίωση ασθενών από όλους τους καρκίνους στην Ευρώπη και ευθύνεται για περισσότερους από 95.000 θανάτους κάθε χρόνο. Ο μέσος χρόνος επιβίωσης μετά τη διάγνωση είναι μόνο 4,6 μήνες.
Τα συμπτώματά του αργούν να εκδηλωθούν, με συνέπεια να είναι δύσκολη η έγκαιρη διάγνωση της νόσου, ώστε να γίνει η σωτήρια για τη ζωή χειρουργική αφαίρεση του όγκου.
Παρά την αύξηση της θνησιμότητας και τη μικρή επιβίωση των ασθενών, ο παγκρεατικός καρκίνος, σύμφωνα με την UEG, λαμβάνει λιγότερο από το 2% της συνολικής χρηματοδότησης για αντικαρκινική έρευνα στην Ευρώπη, ποσοστό που κρίνεται τελείως ανεπαρκές.
Τελευταία η έρευνα στρέφεται στο ρόλο του μικροβιώματος, καθώς ο πληθυσμός των μικροβίων σε ένα καρκινικό πάγκρεας έχει βρεθεί να είναι περίπου 1.000 φορές μεγαλύτερος από το υγιές πάγκρεας. Μελέτες έχουν δείξει ότι η απομάκρυνση βακτηρίων από το έντερο και το πάγκρεας μπορεί να επιβραδύνει την ανάπτυξη του καρκίνου και να «αναπρογραμματίσει» τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του ασθενούς, ώστε να αμύνονται καλύτερα έναντι των καρκινικών κυττάρων.
Οι επιστήμονες ελπίζουν ότι, επιφέροντας αλλαγές στο μικροβίωμα, θα βελτιώσουν την αποτελεσματικότητα της χημειοθεραπείας ή της ανοσοθεραπείας, θα επιβραδύνουν τις μεταστάσεις και τελικά θα «φρενάρουν» την επιδείνωση της νόσου όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.