Στα θύματα συγκαταλέγονται άμαχοι, αντάρτες, αστυνομικές δυνάμεις, δυνάμεις ασφαλείας, καθώς και Αμερικανοί στρατιωτικοί και μέλη συμμαχικών δυνάμεων
Τουλάχιστον 500.000 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ, το Αφγανιστάν και το Πακιστάν αφότου οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κήρυξαν τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, σύμφωνα με μελέτη που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Η έκθεση του Ινστιτούτου Γουάτσον για τις Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Μπράουν κάνει λόγο για 480.000 έως 507.000 νεκρούς, σημειώνοντας ότι ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων ίσως να είναι μεγαλύτερος. Ο νέος αυτός απολογισμός δείχνει αύξηση 110.000 θυμάτων σε σχέση με την προηγούμενη έκθεση που δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2016.
«Ακόμη και αν ο πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία συχνά παραβλέπεται από την κοινή γνώμη, τα μέσα ενημέρωσης και τους εκλεγμένους αξιωματούχους, η αύξηση στον αριθμό των νεκρών, δείχνει ότι αυτός ο πόλεμος παραμένει σφοδρός» αναφέρεται στην έκθεση.
Στα θύματα που καταγράφει η μελέτη συγκαταλέγονται άμαχοι, αντάρτες, αστυνομικές δυνάμεις, δυνάμεις ασφαλείας, καθώς και Αμερικανοί στρατιωτικοί και μέλη συμμαχικών δυνάμεων.
Στο Ιράκ καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός αμάχων που έχασαν τη ζωή τους - μεταξύ 182.272 και 204.575. Ακολουθεί το Αφγανιστάν με 38.480 και το Πακιστάν με 23.372 αμάχους νεκρούς. Περίπου 7.000 Αμερικανοί στρατιώτες έχουν σκοτωθεί στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
«Δεν θα μπορέσουμε ποτέ να μάθουμε τον ακριβή απολογισμό των θυμάτων αυτών των πολέμων», δήλωσε η Νέτα Κρόφορντ, συντάκτρια της έκθεσης, καθώς πολλά θύματα έχουν καταγραφεί ως μαχητές ενώ στην πραγματικότητα μπορεί να ήταν άμαχοι, ενώ άλλα θύματα δεν έχουν ακόμη καταμετρηθεί.
«Για παράδειγμα, δεκάδες χιλιάδες άμαχοι που σκοτώθηκαν στην μάχη για την ανακατάληψη (από τον ιρακινό στρατό και τους συμμάχους του) της Μοσούλης και άλλων πόλεων που ήλεγχε το Ισλαμικό Κράτος, οι σοροί τους μπορεί να μην έχουν ακόμη εντοπιστεί».
Ο απολογισμός της έκθεσης δεν περιλαμβάνει ανθρώπους που έχασαν την ζωή τους από έμμεσες επιπτώσεις από τον πόλεμο, όπως από ασθένειες ή από έλλειψη υποδοχών.