Πρώην αξιωματούχος των ΗΠΑ δήλωσε πως «επρόκειτο για μία αερολέσχη»
Περίπου 70 εκατομμύρια δολάρια δαπάνησε το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών μέσα σε μία τετραετία για μία βάση ελικοπτέρων στη Μεσόγειο και συγκεκριμένα στην Κύπρο. Σύμφωνα με κυβερνητική αναφορά, η βάση αυτή οργανώθηκε γρήγορα και χωρίς να υπάρχει ένας ξεκάθαρος σκοπός για τη λειτουργία της, πριν κλείσει υπό καθεστώς μυστικότητας μέσα στο 2017, σύμφωνα με το philenews.com που επικαλείται άρθρο του ABC NEWS.
Η βάση αυτή λειτούργησε τον Σεπτέμβριο του 2013 και έκλεισε τον Αύγουστο του 2017. Φιλοξενούσε πέντε ελικόπτερα και περί τους 40 συμβασιούχους της αμερικανικής κυβέρνησης. Το οικονομικό κόστος της λειτουργίας της, ανερχόταν περίπου στα 20 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο, σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του Γραφείου του Γενικού Επιθεωρητή στο αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών (OIG).
Το γραφείο αυτό αποφάνθηκε ότι η βάση ελικοπτέρων οργανώθηκε χωρίς την έγκριση της αρμόδιας υπηρεσίας (Aviation Government Board-AGB) του υπουργείου, ενώ δήλωσε ότι το αμερικανικό ΥΠΕΞ δεν στάθηκε δυνατό να παρουσιάσει κάποια αρχεία από την έναρξη της λειτουργίας της, τα οποία, «να εξηγούν τον σκοπό λειτουργίας της βάσης, το αναμενόμενο οικονομικό κόστος για την απεγκατάσταση της ή την επέκταση της χρήσης της. Παράλληλα, δεν εντοπίστηκαν κάποια έγγραφα που να παραθέτουν πιθανές εναλλακτικές λύσεις στην περίπτωση διακοπής λειτουργίας της βάσης ελικοπτέρων».
Από την πλευρά του, ο Πάτρικ Κένεντι, που όπως δήλωσε ήταν ο υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού ΥΠΕΞ που έλαβε την απόφαση για τη λειτουργία της βάσης κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, είπε στο ABC News ότι διαφωνεί ουσιαστικά με τα συμπεράσματα του OIG σχετικά με τη χρησιμότητα της βάσης, ενώ υποστήριξε ότι η λειτουργία της «ήταν μία λογική απόφαση».
Ο Κένεντι διετέλεσε υφυπουργός αρμόδιος για τη διοίκηση του αμερικανικού ΥΠΕΞ, ενώ δήλωσε πως δεν είχε ενημερωθεί για την αναφορά του OIG μέχρι τη δημοσιοποίησή της. Ο ίδιος είπε πως ο σκοπός λειτουργίας της βάσης ήταν να παρέχει βοήθεια στο ενδεχόμενο άμεσης εκκένωσης προσωπικού.
Στο πλαίσιο της επιχειρησιακής δράσης της συμπεριλαμβανόταν η πρεσβεία των ΗΠΑ στη Βηρυτό του Λιβάνου, ενώ κατά την άποψη του Κένεντι, το ενδεχόμενο διεξαγωγής επιχειρήσεων άμεσης εκκένωσης στην περιοχή ενδιαφέροντος δεν έχει αντιμετωπιστεί.
Το OIG από την πλευρά του δήλωσε ότι μόλις τον Απρίλιο του 2017 το αμερικανικό ΥΠΕΞ δημοσιοποίησε το σκεπτικό του για τη λειτουργία της βάσης. Στην ίδια αναφορά καταγράφεται ότι η βάση ελικοπτέρων στην Κύπρο βοήθησε σε μία περίπτωση στην υλοποίηση μιας (μη προσδιορισμένης χρονικά) επιχείρησης στρατιωτικής εκκένωσης στο Σινά.
Η ίδια αναφορά του OIG που δημοσιοποιήθηκε τον προηγούμενο μήνα, χαρακτήρισε τη λειτουργία της βάσης ως απόδειξη αλόγιστης οικονομικής δαπάνης, εκτιμώντας ότι το αμερικανικό ΥΠΕΞ «θα μπορούσε να είχε εξοικονομήσει περίπου 71 εκατομμύρια δολάρια σε δαπάνες που δεν ήταν απαραίτητες», εάν είχαν ακολουθηθεί οι προβλεπόμενες διαδικασίες.
«Επρόκειτο για μία αερολέσχη»
Δύο πρώην αξιωματούχοι των ΗΠΑ, δήλωσαν στο ABC News ότι συμφωνούν με την άποψη ότι η αναφερόμενη βάση ελικοπτέρων δεν είχε έναν ξεκάθαρο σκοπό για τη λειτουργία της. Ένας από αυτούς, δήλωσε ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της παραμονής τους στη βάση, οι συμβαλλόμενοι με την αμερικανική κυβέρνηση πιλότοι των ελικοπτέρων πραγματοποιούσαν αποστολές ρουτίνας γύρω από τη Μεγαλόνησο προκειμένου να διατηρήσουν σε ισχύ την επιχειρησιακή τους ετοιμότητα.
«Επρόκειτο για μία αερολέσχη», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ένας από τους πρώην αξιωματούχους.
Οι εκπρόσωποι του αμερικανικού υπουργείου των Εξωτερικών δεν ανταποκρίθηκαν σε αίτημα του ABC News, για να σχολιάσουν τις αποκαλύψεις για τη βάση, όπως αναφέρει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Από την πλευρά του, ο Κένεντι, που σήμερα έχει συνταξιοδοτηθεί υποστήριξε ότι η βάση ελικοπτέρων οργανώθηκε επί τη βάσει πραγματικών κινδύνων ασφάλειας στην περιοχή και παρά τους ισχυρισμούς του OIG «δεν υπήρχαν άλλες επιλογές».
Αναφορικά με τον μη εντοπισμό σχετικών εγγράφων, ο Κένεντι είπε ότι κάποιες επιχειρησιακές αποφάσεις λαμβάνονται μετά από συζητήσεις και σχετικές διαβουλεύσεις «με τις εμπλεκόμενες πλευρές» και μετά απλά υλοποιούνται, με ελάχιστα ή και καθόλου έγγραφα.
Η βάση ελικοπτέρων στην Κύπρο συγκροτήθηκε ένα χρόνο μετά την επίθεση της 11ης Σεπτεμβρίου 2012 στη διπλωματική αποστολή και στο κλιμάκιο της CIA στη Βεγγάζη της Λιβύης. Από τις επιθέσεις αυτές σκοτώθηκαν τέσσερις Αμερικανοί. Μεταξύ αυτών και ο πρεσβευτής Κρίστοφερ Στίβενς. Η κυβέρνηση Ομπάμα δέχθηκε αργότερα κριτική για μη επαρκή αντίδραση στην κατάσταση ανάγκης που προκλήθηκε, ενώ ένας πρώην αξιωματούχους των ΗΠΑ που μίλησε στο ABC News άφησε να εννοηθεί ότι ίσως το γεγονός αυτό είχε ρόλο στη λήψη της απόφασης για την οργάνωση και λειτουργία της βάσης.
Η αναφορά του OIG τονίζει ότι οι αξιωματούχοι του αμερικανικού ΥΠΕΞ με τους οποίους μίλησε το Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή, είπαν ότι η απόφαση για την οργάνωση της βάσης ελήφθη γρήγορα, «προφανώς ως μία αντίδραση στην κλιμακούμενη ένταση που καταγραφόταν στην περιοχή».
Ο Κένεντι που αργότερα είχε εμπλοκή στην αντιπαράθεση που προκλήθηκε γύρω από την επίθεση στη Βεγγάζη και την αντίδραση της αμερικανικής κυβέρνησης, δήλωσε ότι το γεγονός αυτό δεν συντέλεσε στη λήψη της απόφασης για την οργάνωση και λειτουργία της βάσης.
Τελικά, το OIG συνέστησε την επανεξέταση από το αμερικανικό ΥΠΕΞ των αποφάσεων που οδήγησαν στις οικονομικές δαπάνες για την αναφερόμενη βάση ελικοπτέρων.
Ωστόσο, αξιωματούχοι του αμερικανικού ΥΠΕΞ ανέφεραν ότι καθώς η λειτουργία της βάσης έχει τερματιστεί, αλλά και ο αξιωματούχος που είχε λάβει την απόφαση για την οργάνωση και τη λειτουργία της (υπονοώντας τον Κένεντι) δεν εργάζεται πλέον στο υπουργείο, μία τέτοια επανεξέταση δεν θα είχε κάποια σκοπιμότητα.
Από την πλευρά του, το αμερικανικό υπουργείο των Εξωτερικών διατηρεί μία χαμηλού προφίλ επιχειρησιακή δυνατότητα διεξαγωγής αεροπορικών επιχειρήσεων γνωστή ως «Air Wing» από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70. Το πλαίσιο αυτό διεξαγωγής αερομεταφορών εδραιώθηκε αρχικά ώστε να υπάρξει υποστήριξη στις επιχειρήσεις καταπολέμησης του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών στη Νότια Αμερική.
Αργότερα, το πρόγραμμα επεκτάθηκε με τη συμμετοχή 200 αεροσκαφών σε πέντε χώρες (Κολομβία, Περού, Παναμάς, Αφγανιστάν, Ιράκ). Σήμερα, καλύπτει μία σειρά από επιχειρήσεις που περιλαμβάνουν την ανάληψη αντιτρομοκρατικής δράσης, αλλά και την κάλυψη των μεταφορικών αναγκών μεταξύ των πρεσβειών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τα στοιχεία της αναφοράς του OIG, η οποία είχε χαρακτήρα γενικότερου ελέγχου για τις επιχειρήσεις αερομεταφοράς του αμερικανικού ΥΠΕΞ.