Η μάχη του για την ενημέρωση σχετικά με τους κινδύνους των ζιζαντιοκτόνων
Ο Φαμπιάν Τομάσι, άνθρωπος - σύμβολο του αγώνα κατά της γλυφοσάτης στην Αργεντινή, ουσίας που περιέχεται σε ζιζαντιοκτόνα, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 53 ετών έπειτα από σοβαρή τοξική πολυπνευμονοπάθεια.
«(Την Παρασκευή) κατάφεραν να τον σκοτώσουν. Ο Φαμπιάν ήταν άρρωστος περισσότερο από δέκα χρόνια. Εμπόδιζε τον εαυτό του από το να πεθάνει για να μπορεί να καταγγέλλει την γενοκτονική αγροτική πολιτική που τον κατέστρεψε» δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μεντάρντο Αβίλα, μέλος του Δικτύου γιατρών των θειαφισμένων χωριών.
Πατέρας μιας κόρης, ο Φαμπιάν Τομάσι αφιέρωσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στην αφύπνιση των συνειδήσεων για τους κινδύνους των ζιζαντιοκτόνων. Είχε μάλιστα δεχθεί να φωτογραφηθεί για τις ανάγκες του αγώνα, θυμάται ο Μεντάρντο Αβίλα.
Το 2005, είχε αρχίσει να εργάζεται σε μια επιχείρηση της επαρχίας Έντρε Ρίος, όπου του είχε ανατεθεί να γεμίζει με ζιζανιοκτόνα τις δεξαμενές των ψεκαστικών αεροπλάνων. Είχε εξηγήσει ότι χειριζόταν μπιτόνια τοξικών προϊόντων χωρίς προστασία, καθώς κανείς δεν τον είχε προειδοποιήσει για τους κινδύνους της γλυφοσάτης, η οποία κατατάσσεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας στην κατηγορία των «πιθανώς καρκινογόνων».
«Ο θάνατός του μας λυπεί και μας θυμώνει πολύ. Έχουμε ένα σύστημα παραγωγής που μολύνει τη μισή χώρα» πρόσθεσε ο ακτιβιστής γιατρός.
Μερικούς μήνες προτού πεθάνει, ο Φαμπιάν Τομάσι είχε μιλήσει στο AFP. Για εκείνον, η γλυφοσάτη ήταν «μια τρομερή απάτη, μια παγίδα που μας έστησαν πολύ ισχυροί άνθρωποι». «Δεν θα απομείνει κανείς. Όλα τα εδάφη που έχουμε δεν θα φθάσουν για να θάψουμε τους νεκρούς», είχε προσθέσει.
Λόγω της ασθένειάς του δεν μπορούσε πλέον να τρώει στερεά τροφή, περπατούσε με δυσκολία γιατί είχε χάσει όλη τη μυική του μάζα, ακόμα και οι κινήσεις των χεριών του ήταν περιορισμένες, όπως σημειώνει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων. Καθώς δεν ήταν σε θέση να αυτοεξυπηρετηθεί, τον φρόντιζε η 80χρονη μητέρα του.
Στην Αργεντινή, η γενετικά τροποποιημένη σόγια διαδόθηκε σημαντικά κατά τη δεκαετία του 1990 κερδίζοντας έδαφος έναντι της παραδοσιακής εκτροφής των βοοειδών, καθιστώντας μεγαλύτερη την απόδοση ανά στρέμμα.