Η εντολή για την απελευθέρωση του Ραλφ Βόλεμπεν, ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 10 ετών επειδή παρείχε το όπλο που χρησιμοποιήθηκε για τους εννέα φόνους, δίδεται μία εβδομάδα μετά την καταδίκη σε ισόβια της Μπεάτε Τσέπε, μιας από τους επικεφαλής της νεοναζιστικής ομάδας.
Και οι δύο ανήκαν στην ομάδα Εθνικό Σοσιαλιστικό Υπόγειο Ρεύμα (NSU), τα μέλη της οποίας δολοφόνησαν 8 Τούρκους, έναν Έλληνα και μία Γερμανίδα αστυνομικό από το 2000 ως το 2007.
Ο γεννηθείς το 1975 στην Ιένα της ανατολικής Γερμανίας Βόλεμπεν είχε στο ενεργητικό του μια μακρά ιστορία ακροδεξιάς πολιτικής δραστηριότητας προτού ενταχθεί στην ομάδα, για την οποία ήταν, σύμφωνα με τους εισαγγελείς, ένας κάποιου είδους «πνευματικός οδηγός» και «εγκέφαλος».
Οι δικαστές απεφάνθησαν ότι, καθώς ο Βόλεμπεν είχε ήδη μείνει υπό κράτηση για έξι χρόνια και οκτώ μήνες κατά τη διάρκεια της δίκης του για εγκλήματα μεταξύ των οποίων ότι βοήθησε στην παροχή καταφυγίου στους δολοφόνους Ούβε Μπένχαρντ και Ούβε Μούντλος, θα μπορούσε τώρα να αφεθεί ελεύθερος υπό όρους.
Οι φόνοι συγκλόνισαν τη Γερμανία, μια χώρα που πιστεύεται ότι έχει αντλήσει τα διδάγματα από το παρελθόν της. Μια έκθεση γνωστοποίησε ωστόσο αργότερα ότι η αστυνομία «υποτίμησε σε πολύ μεγάλο βαθμό» τους κινδύνους της ακροδεξιάς βίας και ότι λάθη επέτρεψαν τον μη εντοπισμό του πυρήνα των νεοναζί.
Οι Μπενχαρντ και Μούντλος αυτοκτόνησαν το 2011 όταν η αστυνομία ανακάλυψε την ομάδα τους τυχαία.
Πέντε από τους 10 φόνους έγιναν στη Βαυαρία ενώ πρόκειται για τις πιο βίαιες επιθέσεις αυτού του είδους που γνώρισε ποτέ η Γερμανία μετά το τέλος το 1991 της δράσης της ακροαριστερής οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός που διήρκεσε δύο δεκαετίες και προκάλεσε τον θάνατο τουλάχιστον 34 ανθρώπων.