Οι εξελίξεις είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον σύγκρουσης με τους υποστηρικτές της αμυντικής βιομηχανίας στον Λευκό Οίκο
Η Γερουσία ψήφισε εύκολα ένα νομοσχέδιο αμυντικής πολιτικής με δαπάνες 716 δισεκατομμυρίων δολαρίων και στόχο την συνέχιση υλοποίησης των προσπαθειών που κάνουν οι Ρεπουμπλικάνοι για την ενίσχυση των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Ωστόσο, οι εξελίξεις είναι ενδεχόμενο να δημιουργήσουν ένα περιβάλλον σύγκρουσης με τους υποστηρικτές της αμυντικής βιομηχανίας στον Λευκό Οίκο, αναφορικά με τον τρόπο υλοποίησης της πολιτικής αυτής, επισημαίνει το «Politico» σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Η νέα νομοθεσία προβλέπει περισσότερα πολεμικά πλοία και μαχητικά αεροσκάφη, επίσης την αύξηση του αριθμού του στρατιωτικού προσωπικού, αλλά και την μεγαλύτερη αύξηση στους μισθούς τους, για περίπου μία δεκαετία.
Από την άλλη μεριά, σε αρκετές περιπτώσεις η νομοθεσία αυτή, υστερεί συγκρινόμενη με μία έκδοση του ίδιου νομοσχεδίου που ψηφίστηκε από την Βουλή των Αντιπροσώπων, τον περασμένο μήνα.
Το νομοσχέδιο (2019 National Defense Authorization Act, H.R. 5515 [115]) ψηφίστηκε από την Γερουσία με 85 θετικές ψήφους, έναντι 10.
Σύμφωνα με την προβλεπόμενη νομοθετική πρακτική, στο επόμενο στάδιο η Βουλή των Αντιπροσώπων και η Γερουσία θα πρέπει να συνεργαστούν μέσω της συγκρότησης μιας κοινής επιτροπής εργασίας, προκειμένου να «γεφυρώσουν» τις διαφορές τους και να επιτύχουν μια συνδυαστική κοινή έκδοση του νομοσχεδίου, που θα τεθεί σε ψηφοφορία στα δύο νομοθετικά σώματα.
Μετά την διεξαγωγή της ψηφοφορίας στην Βουλή των Αντιπροσώπων τον Μάιο, αλλά και την χθεσινή ψηφοφορία που έγινε στην Γερουσία, η κατάρτιση του τελικού συνδυαστικού νομοσχεδίου θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Ιουλίου.
Από την άλλη μεριά, για την επίτευξη ενός κοινού νομοθετικού αποτελέσματος θα πρέπει να ξεπεραστούν διαφορετικές προσεγγίσεις μεταξύ των δύο νομοθετικών σωμάτων, σχετικά με το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων, την επιλογή των πιο σημαντικών οπλικών συστημάτων, αλλά και την πορεία αναδιοργάνωσης της γραφειοκρατίας στο αμερικανικό Πεντάγωνο.
Ο αριθμός των ψήφων με τις οποίες το νομοσχέδιο ψηφίστηκε από την Γερουσία είναι αρκετά μεγάλος, ώστε να επιτρέπει την αντιμετώπιση της άσκησης ενδεχόμενου βέτο από τον Αμερικανό πρόεδρο Τραμπ, παρά την πολιτική ένταση που χαρακτήρισε τις κοινοβουλευτικές εξελίξεις κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα. Η ένταση αυτή, πυροδοτήθηκε από πρόσφατες αποφάσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, σχετικά με την επιβολή δασμών, αλλά και την διαχείριση των μεταναστών.
Μιλώντας στην ολομέλεια της Γερουσίας την προηγούμενη εβδομάδα, ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Τζιμ Ίνχοφ που εκλέγεται στην Οκλαχόμα και διαχειρίστηκε το νομοσχέδιο των αμυντικών δαπανών, το χαρακτήρισε ως μία αναγνώριση «της νέας έμφασης που δίνεται στην άμυνα των ΗΠΑ». «Λέω σε αυτούς που παίρνουν αποφάσεις για την καριέρα τους, ότι η βοήθεια έρχεται», είπε ο ίδιος χαρακτηριστικά, στέλνοντας ένα θετικό μήνυμα υποστήριξης στα στελέχη των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων.
Παρά τις επισημάνσεις των ηγετών της Επιτροπής Αμυντικών Υποθέσεων της Γερουσίας ότι η διαδικασία θα έπρεπε να είναι ανοιχτή προς διαβούλευση, αρκετές τροπολογίες κατατέθηκαν στην ολομέλεια του αναφερόμενου νομοθετικού σώματος. Με δεδομένες τις εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων, αρκετοί γερουσιαστές, έθεσαν εμπόδια στην ψήφιση τροπολογιών, προκειμένου να ψηφιστούν οι δικές τους προτάσεις.
Ωστόσο, οι περισσότερες τροπολογίες απορρίφθηκαν.
Ως συνέπεια του κλίματος εσωτερικών πολιτικών συγκρούσεων, μια σειρά ερειστικών τροπολογιών απορρίφθηκαν. Μεταξύ αυτών, και η προσπάθεια που έκανε ο Γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων Μπομπ Κόρκερ να απενεργοποιήσει την εφαρμογή της επιβολής δασμών στις εισαγωγές χάλυβα κι αλουμινίου, που με την επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ, σε συμμάχους των ΗΠΑ.
Οι προτάσεις των Ρεπουμπλικάνων Γερουσιαστών Ραντ Πολ και Μάικ Λι για την απαγόρευση της επ’ αόριστον κράτησης Αμερικάνων πολιτών, απορρίφθηκαν από την ολομέλεια της Γερουσίας.
Από την πλευρά του, ο Πολ καταψήφισε τις τροπολογίες που έφταναν στην ολομέλεια αντιδρώντας στην απόρριψη της δικής του πρότασης αναφορικά με την απαγόρευση της επ’ αόριστον κράτησης των Αμερικανών πολιτών.
Λίγο πριν από την διεξαγωγή της χθεσινής ψηφοφορίας ο Ίνχοφ παρουσίασε μία τελική λίστα από 44 τροπολογίες, αλλά η προώθησή τους εμποδίστηκε από τον Πολ.
Επίσης, αποκλείστηκε μία τροπολογία από το ηγετικό στέλεχος των Δημοκρατικών στην Επιτροπή Αμυντικών Υποθέσεων της Γερουσίας, Τζακ Ριντ που στόχευε στα σχέδια της κυβέρνησης Τραμπ για την ανάπτυξη ενός νέου βαλλιστικού πυρηνικού πυραύλου με δυνατότητα εκτόξευσης από υποβρύχια. Το νομοσχέδιο προβλέπει την διάθεση κονδυλίων 65 εκατομμυρίων δολαρίων για το πρόγραμμα αυτό, ενώ καταργεί την απαίτηση σχετικής έγκρισης από το Κογκρέσο, πριν από την ανάπτυξή του νέου πυρηνικού πυραύλου.
Από την μεριά τους, οι Δημοκρατικοί τόσο στην Βουλή των Αντιπροσώπων, όσο και στην Γερουσία θεωρούν ότι η ανάπτυξη νέων τακτικών πυρηνικών όπλων θα προκαλέσει αποσταθεροποίηση, ενώ θα αυξήσει και το ρίσκο ενός πυρηνικού πολέμου. Έτσι, έχουν αναβαθμίσει σε πολιτική προτεραιότητά τους, την περικοπή των κονδυλίων για την ανάπτυξη τέτοιου είδους όπλων.
«Στην περίπτωση που αυτό το νομοσχέδιο ψηφιστεί ως έχει, το Κογκρέσο θα έχει χάσει την καλύτερη ευκαιρία, προκειμένου να έχουμε λόγο για το πως θα αναπτυχθούν τα όπλα, το οικονομικό κόστος που θα έχουν, αλλά και το πως ή το που θα αναπτυχθούν», επεσήμανε από την πλευρά της, η Γερουσιαστής των Δημοκρατικών Ελίζαμπεθ Γουόρεν, στην ολομέλεια της Γερουσίας.
Από την άλλη μεριά, οι Γερουσιαστές ψήφισαν μία τροπολογία για την επιβολή σκληρών προστίμων στην κινεζική εταιρεία ZTE σχετικά την παραβίαση αμερικανικών νόμων επιβολής εμπορικών κυρώσεων. Πρόκειται για δικομματική πρόταση τροπολογίας που προώθησαν ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Τομ Κότον και ο Δημοκρατικός Κρις Βαν Χόλεν, αποτρέποντας την υλοποίηση κυβερνητικής συμφωνίας για την χαλάρωση των κυρώσεων που εφαρμόζονται σε βάρος της εταιρείας. Το υπουργείο Εμπορίου των ΗΠΑ είχε ανακοινώσει νωρίτερα μέσα στον Ιούνιο, ότι επέτυχε συμφωνία με την ZTE προκειμένου να τερματιστεί η εφαρμογή κυρώσεων εναντίον της, με την καταβολή προστίμου ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων από την πλευρά της και τον διορισμό νέου διοικητικού συμβουλίου. Ο Λευκός Οίκος προειδοποίησε ότι οι προσπάθειες του Κογκρέσου να αποτρέψει την εφαρμογή της συμφωνίας προσκρούουν στον διαχωρισμό των εξουσιών μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας.
Αξιωματούχοι των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών πληροφοριών προειδοποιούν ότι οι τεχνολογίες από εταιρείες που έχουν στενή σχέση με την κινεζική κυβέρνηση, όπως, η ZTE ή η Huawei θα χρησιμοποιηθούν για την άσκηση κατασκοπείας, αλλά και για την πραγματοποίηση κυβερνοεπιθέσεων κατά των ΗΠΑ.
Ωστόσο, από την διεξαγωγή της συζήτησης για το νομοσχέδιο των αμυντικών δαπανών στην ολομέλεια της Γερουσίας, έλειπε ένα πρωταγωνιστικό πρόσωπο σε ζητήματα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ. Πρόκειται για τον πρόεδρο της Επιτροπής Αμυντικών Υποθέσεων της Γερουσίας, Ρεπουμπλικάνο Γερουσιαστή Τζον Μακέιν, που βρίσκεται στην Αριζόνα δίνοντας την προσωπική του μάχη για το σοβαρό πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει.
Την συζήτηση στην ολομέλεια διηύθυνε ο Ίνχοφ που είναι ο δεύτερος υψηλόβαθμος Ρεπουμπλικάνος μετά τον Μακέιν, στην αναφερόμενη παραπάνω επιτροπή. Παρά την απουσία του βετεράνου γερουσιαστή από την συζήτηση στην ολομέλεια, τόσο άλλοι γερουσιαστές, όσο και στελέχη των Ρεπουμπλικάνων εξέφρασαν την άποψη ότι το νομοσχέδιο περιείχε στοιχεία της επιθετικής προσέγγισης του Μακέιν, τόσο για τα αμυντικά προγράμματα του πενταγώνου, όσο και για την γραφειοκρατία που το περιβάλλει.
«Μην κάνετε το λάθος, μπορεί σήμερα ν’ απουσιάζει, αλλά αυτό είναι το νομοσχέδιο του. Οι προτεραιότητες και οι στόχοι της πολιτικής του, περιλαμβάνονται σε αυτό το νομοσχέδιο», είπε χαρακτηριστικά ο Ίνχοφ για τον Μακέιν στην ολομέλεια του σώματος. Το νομοσχέδιο τιμητικά φέρει το όνομα του βετεράνου γερουσιαστή, ενώ η Γερουσία ψήφισε για την έγκριση τροπολογίας που προβλέπει την θέσπιση μιας ένας υποτροφίας για πολίτες από το υπουργείο Άμυνας, που επίσης, φέρει το όνομα του Μακέιν.
Από το σύνολο των αμυντικών δαπανών των 716 δισεκατομμυρίων δολαρίων, το νομοσχέδιο προβλέπει την χρηματοδότηση του βασικού προϋπολογισμού του αμερικανικού Πενταγώνου με 617,6 δισεκατομμύρια δολάρια. Ποσό 68,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων θα διατεθεί για πολεμικές δαπάνες στα ανοιχτά πολεμικά μέτωπα εκτός τους εδάφους των ΗΠΑ. Παράλληλα, προβλέπεται η διάθεση ποσού 21,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο αμερικανικό υπουργείο Ενέργειας για την ανάπτυξη προγραμμάτων πυρηνικών όπλων.