Η γερμανική πολιτική και η οικονομία αντέδρασαν με έκπληξη στην απόφαση Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς από τη συμφωνία με το Ιράν
Η αντίδραση του Βερολίνου ήταν παραπάνω από σαφής. Η απόφαση του Ντόναλντ Τραμπ να αποχωρήσει μονομερώς από τη πυρηνική συμφωνία της Τεχεράνης είναι ένα «σοβαρό λάθος». Η γερμανική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να συνεχίσει την τήρηση των όρων της συμφωνίας ερχόμενη σε σύγκρουση με τον υψηλότερο εκπρόσωπο του αμερικανού προέδρου στη Γερμανία, το νέο αμερικανό πρέσβη Ρίτσαρντ Γκρενέλ. Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις δηλώσεις του ο πολιτικός του προϊστάμενος και ο Γκρενέλ μέσω του twitter κάλεσε τις γερμανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο Ιράν να διακόψουν άμεσα τη λειτουργία τους.
Το φόβητρο των αμερικανικών κυρώσεων
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει. «Δεν ανήκει στις αρμοδιότητες ενός αμερικανού πρέσβη να δίνει οδηγίες ή να απειλεί γερμανικές επιχειρήσεις», είπε ο Μίχαελ Τόκους, μέλος του προεδρείου του Γερμανοϊρανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου. Σύμφωνα με στοιχεία του, 10.000 γερμανικές εταιρείες έχουν εμπορικές σχέσεις με το Ιράν, γύρω στις 120 βρίσκονται στη χώρα και απασχολούν δικό τους προσωπικό. Το να τα αφήσουν όλα και να φύγουν δεν αποτελεί γι´ αυτούς επιλογή. Ο εμπορικός κόσμος ανησυχεί. Το Γερμανικό Βιομηχανικό και Εμπορικό Επιμελητήριο για παράδειγμα κάνει λόγο για «τεράστια ανασφάλεια λόγω των αμερικανικών κυρώσεων», άλλες ενώσεις θέωρούν ότι μπορούν να συνεχίσουν παρ´ όλα αυτά τη δραστηριότητά τους με το Ιράν, όσο καιρό η ΕΕ δεν απενεργοποιεί τις δικές της κυρώσεις. Εάν όμως αυτό είναι όντως έτσι, εκφράζονται αμφιβολίες. Διότι όλες οι φίρμες, που έχουν εμπορικές συναλλαγές και με τις ΗΠΑ, θα πρέπει να υπολογίζουν σε αμερικανικές κυρώσεις σε περίπτωση που παραβιάσουν τις αποφάσεις του Ντόναλντ Τραμπ. «Με τον τρόπο αυτό η Ευρώπη δεν ασκεί κανένα έλεγχο στις δικές της επιχειρήσεις, δεν θα τις ελέγχουν οι Βρυξέλλες, αλλά η Ουάσιγκτον» αναλύει ο Σάσα Λόμαν, ειδικός σε θέματα κυρώσεων στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα θα αντιμετωπίσουν οι τράπεζες. Η γερμανική Commerzbank έπρεπε να καταβάλει 1.5 δις δολάρια το 2014 ως πρόστιμο, η γαλλική Paribas 9 δις δολάρια. Γι αυτό και επιχειρήσεις με διεθνή πελατεία ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές στο να χρηματοδοτήσουν επενδύσεις στο Ιράν. Είναι επίσης και ο λόγος που δεν έγινε κάποιο εμπορικό «μπουμ» με το Ιράν, όπως ήλπιζαν οι Γερμανοί μετά την υπογραφή της συμφωνίας για τα πυρηνικά της Τεχεράνης.
«Είναι ζήτημα αρχής»
Παρ´όλα αυτά η Γερμανία πωλεί περισσότερα αγαθά στο Ιράν από ό,τι άλλες χώρες της ΕΕ. Η απόσταση όμως με άλλα εμπορικά κράτη συνεχώς μεγαλώνει. Η Κίνα μπόρεσε να αυξήσει το μερίδιό της στη ιρανική αγορά και σήμερα κατέχει το 25%. Η γερμανική κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να σταθεί στο πλευρό των οικονομικών της εκπροσώπων παρά το tweet του αμερικανού πρέσβη και τις αποφάσεις του αμερικανού προέδρου. Εκείνο που θα κάνει είναι να διερευνήσει ποιες οι επιπτώσεις θα μπορούσαν να έχουν στις γερμανικές επιχειρήσεις η αποχώρηση των ΗΠΑ από τη συμφωνία. Ο υπ. Οικονομικών Όλαφ Σολτς πρόκειται σύντομα να συνομιλήσει με την αμερικανική κυβέρνηση με στόχο να περιορίσουν πιθανές συνέπειες ακόμη και για ολόκληρη την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ακόμη κι αν ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν προειδοποίησε ότι δεν υπάρχει σχέδιο Β, οι Ευρωπαίοι έχουν επιλογές και ευθύνη. Πρόκειται λοιπόν για θέμα αρχής. «Σε τελική ανάλυση πρόκειται για μια διεθνή συμφωνία, στην οποία δεν εμπλέκονται μόνο οι ΗΠΑ και ο Ιράν» σημειώνει ο Μάρκους Κάιμ, από το Ινστιτούτο Επιστήμη και Πολιτική του Βερολίνου. «Όσοι από τη Ευρώπη συνυπέγραψαν τη συμφωνία, δηλαδή η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία, έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης, όπως η Ρωσία και η Κίνα. Το υπόλοιπο τμήμα της συμφωνίας παραμένει ανέπαφο, όσο καιρό οι υπόλοιποι που τη συνυπέγραψαν συνεχίζουν να εφαρμόζουν τα όσα ορίζει».
Πηγή: DW