«Παρακολουθώντας τις τελευταίες στιγμές της ζωής κάποιου και την ψυχή που αφήνει το σώμα του δεν είναι φυσιολογικό»
Το Τέξας έχει τις περισσότερες εκτελέσεις θανατοποινιτών από άλλη πολιτεία των ΗΠΑ και το BBC μίλησε με μια πρώην κρατική λειτουργό που έχει γίνει μάρτυρας σε εκατοντάδες θανατώσεις. Για δώδεκα χρόνια - πρώτα ως ρεπόρτερ εφημερίδων, και στη συνέχεια ως εκπρόσωπος του Υπουργείου Ποινικής Δικαιοσύνης του Τέξας (TDCJ), αποτελούσε μέρος της δουλειάς της η παρουσία της σε κάτι τόσο σκληρό.
Από το 2000 έως το 2012, η Michelle Lyons είδε σχεδόν 300 άνδρες και γυναίκες να πεθαίνουν με ειρηνικό αλλά επί της ουσίας με βίαιο τρόπο. Η πρώτη φορά που έστησε το βλέμμα της σε μια εκτέλεση ήταν στα 22 της χρόνια. Αφού επέστρεψε στην εφημερίδα που δούλευε τότε, έγραψε σχετικά «Είμαι απόλυτα εντάξει με αυτό. Θα έπρεπε να είμαι αναστατωμένη;».
Σκέφτηκε ότι η θα ήταν καλύτερα να αφήσει τη συμπάθειά της μόνο για τα θύματα όσων κείτονταν πια στο κρεβάτι των θανατοποινιτών για τη μοιραία ένεση. «Οι εκτελέσεις ήταν μόνο μέρος της δουλειάς μου», δηλώνει η Lyons, της οποία τα απομνημονεύματα, «Death Row: The Final Minutes» μόλις κυκλοφόρησαν.
«Ήμουν υπέρ της θανατικής ποινής, νόμιζα ότι ήταν η πιο κατάλληλη τιμωρία για ορισμένα εγκλήματα. Και επειδή ήμουν νέα, τα έβλεπα όλα ή άσπρο ή μαύρο. Αν είχα αρχίσει να εξερευνώ το πώς οι εκτελέσεις με έκαναν να αισθάνομαι ενώ τις έβλεπα, πώς θα ήμουν σε θέση να επιστρέφω σε αυτό το δωμάτιο, μήνα μετά το μήνα, χρόνο με το χρόνο;».
Από το 1924, κάθε εκτέλεση της πολιτείας πραγματοποιείται στη μικρή πόλη του Τέξας, Huntsville. Υπάρχουν επτά φυλακές στην συγκεκριμένη περιοχή, συμπεριλαμβανομένης της Μονάδας των Τειχών, ενός επιβλητικού βικτοριανού κτιρίου που στεγάζει το θάλαμο των εκτελέσεων.
Το 1972, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέστειλε τη θανατική ποινή με το σκεπτικό ότι ήταν μια σκληρή και ασυνήθιστη τιμωρία, αλλά μέσα σε μερικούς μήνες κάποιες Πολιτείες ανασυντάχθηκαν για να την επαναφέρουν. Οι εκτελέσεις επανήλθαν στο Τέξας σε λιγότερο από δύο χρόνια και σύντομα υιοθετήθηκε η θανατηφόρος ένεση ως νέο μέσο εκτέλεσης. Το 1982, ο Charlie Brooks ήταν ο πρώτος που εκτελέστηκε με τη μέθοδο αυτή.
Η απογοήτευση των συγγενών των θυμάτων
Το 2000, το Τέξας πραγματοποίησε 40 εκτελέσεις, ένας αριθμός ρεκόρ για σχεδόν όλες τις Πολιτείες των Ηνωμένων Πολιτειών. «Όταν κοιτάζω τώρα τις σημειώσεις μου από τις εκτελέσεις, μπορώ να δω ότι τα πράγματα που με ενοχλούσαν, τα έσπρωχνα βαθιά σε κάποιο κουτάκι στο μυαλό μου. Ήταν το μούδιασμα που με διαφύλασσε και με ώθησε να συνεχίσω». Οι αναμνήσεις πολλές: Ο Carl Heiselbetz Jr, ο οποίος δολοφόνησε μια μητέρα και την κόρη της, φορούσε ακόμα τα γυαλιά του όταν βρισκόταν ξαπλωμένος στο φορείο. Η Betty Lou Beets, η φονική χήρα που έθαβε τους συζύγους της στην αυλή της, είχε μικροσκοπικά πόδια. Ο τεξανός Thomas Mason, ο οποίος είχε πυροβολήσει και σκοτώσει τη σύζυγό του και τη μητέρα της, της θύμιζε τον παππού της...
«Παρακολουθώντας τις τελευταίες στιγμές της ζωής κάποιου και την ψυχή που αφήνει το σώμα του δεν είναι κάτι καθημερινό ή φυσιολογικό. Αλλά το Τέξας εκτελεί με τέτοια συχνότητα που το είχε τελειοποιήσει», σημειώνει και περιγράφει πως η διαδικασία μοιάζει σαν να παρακολουθεί κανείς κάποιον να πέφτει για ύπνο «κάτι που απογοητεύει τους συγγενείς των θυμάτων, σκεπτόμενοι ότι η ηλεκτρική καρέκλα θα ήταν καλύτερη από μια ένεση».
Δε γίνεται να μην αναφέρει τις απελπισμένες ικεσίες για συγχώρεση, τις αγωνιώδεις συγγνώμες και τους εξωφρενικούς ισχυρισμούς περί αθωότητας, καθώς και τα αποσπάσματα από τη Βίβλο ή από κάποια ροκ τραγούδια. Σπάνια η Lyons άκουγε την οργή των θανατοποινιτών και μόνο μια φορά άκουσε έναν να ξεσπά σε λυγμούς. Στα αυτιά της ηχούν ακόμη οι τελευταίες τους στιγμές- η τελευταία τους ανάσα, ένας βήχας καθώς τα φάρμακα ενεργούσαν και οι πνεύμονές τους κατέρρεαν, εκπνέοντας τον αέρα σαν φυσερό. Και μετά τη μοιραία κατάληξη, τους έβλεπε να αλλάζει χρώμα η επιδερμίδα τους, να φεύγει η ζωή από πάνω τους.
Η Lyons έμεινε για άλλα επτά χρόνια, βλέποντας τον έναν μετά τον άλλον τους κρατούμενους να περπατούν τον θάλαμο των θανατοποινιτών μέχρι το πικρό διαζύγιο με το υπουργείο. Το άδοξο επαγγελματικό της τέλος την έκανε να νιώθει χαμένη. «Νόμιζα ότι μένοντας μακριά από το σύστημα των φυλακών θα με λύτρωνε αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο. Το σκεφτόμουν όλη την ώρα. Ήταν σαν να είχα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας. Άνοιγα μια σακούλα με τσιπς και με πλημμύριζε η μυρωδιά του θαλάμου ή κάτι στο ραδιόφωνο θα μου θύμιζε κάποια συνομιλία που είχα με έναν κρατούμενο, λίγες ώρες πριν εκτελεστεί...».