Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί έγιναν χωρίς να υπάρχει ουσιαστικά επίσημη απόδειξη χημικής επίθεσης από τον ΟΑΧΟ
Ξεκίνησε σήμερα στη Χάγη η έκτακτη συνεδρίαση του Οργανισμού για την Απαγόρευση των Χημικών Όπλων (ΟΑΧΟ), μετά τη φερόμενη χημική επίθεση της 7ης Απριλίου στην πόλη της Ντούμα που προκάλεσε την στρατιωτική επεμβαση ΗΠΑ, Βρετανίας και Γαλλίας.
Οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί στόχων του χημικού προγράμματος της Δαμασκού, έγιναν χωρις να υπάρχει ουσιαστικά επίσημη απόδειξη χημικής επίθεσης, καθώς οι επιθεωρητές του ΟΑΧΟ έφτασαν μεν στη Συρία την Κυριακή το βράδυ, αλλα δεν έχουν μπει ακόμα στη Ντούμα για επιτόπια έρευνα και συλλογή δειγμάτων.
«Τα αποτελέσματα της έρευνας θα διαψεύσουν τους ψευδείς ισχυρισμούς κατά της Δαμασκού» δήλωσε ο Σύρος υφυπουργός Εξωτερικών, Φαϊζάλ Μοκντάν.
Εν τω μεταξύ, αν και η Ευρωπαϊκή Ένωση εμφανίζεται διχασμένη μετά τα αεροπορικά πλήγματα των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας εναντίον της Συρίας, προσπαθει να εμφανίσει ενιαίο μέτωπο.
Η Γερμανίδα καγκελάριος Άγγελα Μέρκελ εκτίμησε ότι τα πλήγματα αυτά ήταν «απαραίτητα» και «κατάλληλα». Όμως οι υπόλοιπες πρωτεύουσες της ΕΕ προειδοποίησαν κατά της στρατιωτικής κλιμάκωσης στη Συρία.
Τη «σαφή και έντονη» επιθυμία όλων των κρατών-μελών της ΕΕ να επανεκκινήσει η διαδικασία που έχει στόχο την εξεύρεση πολιτικής λύσης στη συριακή σύρραξη, εξέφρασε σήμερα η Ύπατη εκπρόσωπος της ΕΕ για θέματα εξωτερικής πολιτικής, Φεντερίκα Μογκερίνι, κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, λίγο μετά τη λήξη του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ στο Λουξεμβούργο.
Αντιμέτωπη με επικρίσεις στο κοινοβούλιο η Μέι
Η Βρετανίδα πρωθυπουργός ήρθε σήμερα αντιμέτωπη με επικρίσεις, επειδή παρέκαμψε το κοινοβούλιο και συμμετείχε στις αεροπορικές επιδρομές εναντίον της Συρίας το Σάββατο.
Η Τερέζα Μέι δήλωσε ότι η απόφαση της Βρετανίας ήταν προς το εθνικό συμφέρον της χώρας και όχι το αποτέλεσμα πίεσης του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
«Το κάναμε αυτό επειδή πιστεύαμε ότι ήταν το σωστό που έπρεπε να γίνει. Υπάρχει μια ευρεία διεθνής στήριξη για τη δράση που αναλάβαμε», τόνισε η Μέι.
Παράλληλα δήλωσε ότι η απόφαση της κυβέρνησης να συμμετάσχει στις επιδρομές του Σαββάτου χωρίς να θέσει το θέμα στο κοινοβούλιο, έγινε για λόγους ασφάλειας των επιχειρήσεων και από την ανάγκη μιας ταχείας αντίδρασης στα γεγονότα που εκτυλίσσονται στη Συρία, καθώς το Λονδίνο «ήταν πεπεισμένο ότι το συριακό καθεστώς είναι πολύ πιθανό να ευθύνεται» για την επίθεση και δεν μπορούσε να περιμένει «για να απαλύνει τα ανθρωπιστικά δεινά που προκλήθηκαν από τις επιθέσεις με χημικά όπλα».
Ερωτηθείσα αν θα διατάξει νέες επιδρομές σε περίπτωση που αποδειχθεί στο μέλλον ότι χρησιμοποιήθηκαν χημικά όπλα, η Μέι απάντησε: «κανείς δεν πρέπει να αμφιβάλει για την αποφασιστικότητά μας να εγγυηθούμε ότι δεν μπορούμε να παρατηρούμε μια κατάσταση όπου η χρήση των χημικών όπλων γίνεται μια κανονικότητα».
Η Βρετανία έχει επισημάνει ότι δεν υπάρχουν σχέδια για περαιτέρω επιδρομές εναντίον της Συρίας, όμως ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον προειδοποίησε τον Σύρο πρόεδρο Μπασάρ αλ Άσαντ ότι όλες οι πιθανότητες θα είναι στο τραπέζι, αν γίνει ξανά χρήση χημικών όπλων εναντίον των Σύρων.
Χωρίς σίγουρο σχέδιο, αβέβαιος ο Τραμπ
Εν τω μεταξύ, μετά την πραγματοποίηση των πυραυλικών πλεγμάτων της Δύσης κατά της Συρίας τα ξημερώματα του Σαββάτου, ο Τραμπ σχολίασε τον βαθμό επιτυχίας της επιχείρησης με την χαρακτηριστική φράση «Αποστολή Εξετελέσθη!».
Ωστόσο, σύμφωνα με το Rolitico, το όραμα που έχει ο σημερινός πρόεδρος των ΗΠΑ για την Συρία, παραμένει άγνωστο στο μεγαλύτερο μέρος του, ενώ το ίδιο και σε μεγαλύτερο βαθμό ισχύει για την υλοποίησή του. Πηγές που έχουν ενημέρωση σχετικά με τον προγραμματισμό δράσης της αμερικανικής κυβέρνησης δηλώνουν ότι ο πρόεδρος Τραμπ φαίνεται αβέβαιος για το τι πραγματικά πιστεύει ο ίδιος.
«Δεν έχουμε μία ενοποιημένη στρατηγική. Δεν έχουμε σκεφτεί συνολικά για όλο αυτό» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Τζακ Κέιν, απόστρατος στρατηγός των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, που διατηρεί τις επαφές του με στρατιωτικούς αξιωματούχους των ΗΠΑ.
Την ίδια άποψη εκφράζουν και μερικοί ξένοι σύμμαχοι των ΗΠΑ. Μεταξύ αυτών κι ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Βενιαμίν Νετανιάχου, που εμφανίζεται να είχε μία «έντονη» τηλεφωνική συνομιλία με τον Τραμπ στις αρχές του μήνα σχετικά με την αβεβαιότητα των σχεδίων του Αμερικανού προέδρου.