Πώς και με ποια όπλα θα χτυπήσει ο Τραμπ στη Συρία

Πώς και με ποια όπλα θα χτυπήσει ο Τραμπ στη Συρία

Τι λέει η Τζένιφερ Καφαρέλα, αναλύτρια του Institute for the Study of War

Δραματικές είναι οι ώρες στη Συρία και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, με τις εξελίξεις να είναι ραγδαίες στη γειτονιά της Ελλάδας.

Το ερώτημα που τίθεται, είναι πότε θα ξεκινήσουν οι πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία, ποια έκταση θα λάβουν και πόσο χρονικό διάστημα θα διαρκέσουν. Ο κόσμος παρακολουθεί με κομμένη την ανάσα τις πολεμικές εξελίξεις στην περιοχή, περιμένοντας αμερικανικό χτύπημα και ανταπάντηση από τη Ρωσία.

Πιθανοί στόχοι στη Συρία για τα αμερικανικά αεροσκάφη και τους πυραύλους Τόμαχοκ είναι εργοστάσια, χώροι φύλαξης όπλων, άλλες υποδομές του καθεστώτος Ασαντ, βάσεις με αεροπλάνα. Ακόμη και το στρατιωτικό αεροδρόμιο Ντιμάιρ, βορειοανατολικά της Δαμασκού, από όπου σηκώθηκαν τα αεροσκάφη που έκαναν την επίθεση του περασμένου Σαββάτου, όπως δήλωσε στο AFP η Τζένιφερ Καφαρέλα, αναλύτρια του Institute for the Study of War στην Ουάσινγκτον.

Η Μόσχα έχει δύο αεροπορικές βάσεις στις ακτές της Συρίας, σε Ταρτούς και Χμέιμιμ, που προστατεύονται από πυραυλικά συστήματα S-300 και S-400. Όπως γράφει το AFP, οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί της, η Γαλλία και η Βρετανία, θέλουν να στείλουν ένα ξεκάθαρο και καθοριστικό μήνυμα στον Άσαντ, ότι δεν θα ανεχθούν μελλοντική χρήση χημικών όπλων. Ένας τρόπος για να διασφαλίσουν, ότι δεν θα μπορεί να χρησιμοποιήσει τέτοια όπλα, θα είναι να γίνουν «χτυπήματα» στις σχετικές υποδομές, μεταξύ άλλων εργοστάσια και χώρους φύλαξης όπλων.

Επίσης, θα μπορούσαν να βάλουν στο στόχαστρο, ό,τι έχει απομείνει από την αεροπορική δύναμη του Άσαντ, αν και η καθυστέρηση ανάμεσα στην επίθεση που έγινε την Κυριακή και τα αντίποινα σημαίνει, ότι πιθανότατα θα έχει μεταφέρει τα μαχητικά του αεροσκάφη σε ασφαλές μέρος.

Πόσο μεγάλο θα είναι το χτύπημα

Πέρσι, όταν ο Τραμπ διέταξε χτύπημα εναντίον του Ασαντ στον απόηχο επίθεσης με αέριο σαρίν στην επαρχία Ιντλίμπ, το αμερικανικό πολεμικό ναυτικό εκτόξευσε 59 πυραύλους Τόμαχοκ από καταδρομικά στην ανατολική Μεσόγειο, εναντίον της αεροπορικής βάσης Σάιρατ, τα αεροσκάφη της, τις αποθήκες με πυρομαχικά, αλλά και τα συστήματα άμυνας και τα ραντάρ.

Όμως, η επίθεση ήταν περιορισμένη και σχεδιασμένη έτσι ώστε να μην παρασύρει τις ΗΠΑ στο χάος του εμφυλίου της Συρίας. Από τότε, το καθεστώς κατηγορείται ότι έχει χρησιμοποιήσει επανειλημμένα αέριο χλωρίου και άλλα χημικά, αναγκάζοντας το αμερικανικό Πεντάγωνο να εξετάζει ευρύτερη δράση.

Οι ΗΠΑ πρέπει να αποφασίσουν τώρα πόσο μακριά θέλουν να πάνε, σχετικά με το αν θα χτυπήσουν ιρανικές δυνάμεις κοντά στις αμερικανικές θέσεις στην ανατολική Συρία, ή ακόμη και να στοχεύσουν υποδομές τις οποίες υποστηρίζει η Ρωσία, τονίζει η Καφαρέλα. «Δημόσια, ο Αμερικανός πρόεδρος έχει δηλώσει ότι δεν θεωρεί υπεύθυνο μόνο τον Άσαντ, αλλά και τους υποστηρικτές του», σημειώνει.

Πώς θα ξεκινήσει η επίθεση

Μία επίθεση εναντίον της Συρίας πιθανόν θα γίνει με πυραύλους, όπως και πέρυσι. Οι ΗΠΑ δεν θα θελήσουν να ρισκάρουν να βάλουν επανδρωμένα αεροσκάφη κόντρα στις αεροπορικές άμυνες της Συρίας. Μία κατάρριψη θα προκαλούσε κλιμάκωση της έντασης σε απρόβλεπτες νέες κατευθύνσεις.

Το USS Donald Cook, ένα καταδρομικό κατευθυνόμενων πυραύλων, είναι σε απόσταση βολής από τη Συρία, όπως και μια γαλλική φρεγάτα, που επίσης διαθέτει πυραύλους. Αυτά τα δύο πλοία, πιθανότατα με την υποστήριξη ενός αμερικανικού υποβρυχίου, είναι πιθανό να παίξουν ρόλο σε μια επίθεση.

Οι ΗΠΑ διαθέτουν επίσης Β-2 βομβαρδιστικά. Αεροσκάφη stealth είχαν χρησιμοποιηθεί το 2017 εναντίον του Ισλαμικού Κράτος στη Λιβύη, πετώντας από τις ΗΠΑ σε πτήση 34 ωρών.

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι

Είναι απρόβλεπτη η αντίδραση της Μόσχας που στηρίζει τον Άσαντ και η Ρωσία έχει απειλήσει με αντίποινα εναντίον των ΗΠΑ, αν εκτοξεύσει πυραύλους στη Συρία.

Την Τετάρτη, ο ρωσικός στρατός κατηγόρησε την οργάνωση «Λευκά Κράνη» ότι σκηνοθέτησε την επίθεση με τα χημικά όπλα στη Ντούμα.

«Οι ΗΠΑ πρέπει να είναι πολύ προσεκτικές προκειμένου να μην χτυπήσουν κατά λάθος ρωσικούς στόχους και να μην σκοτώσουν Ρώσους συμβούλους», επισημαίνει στο AFP από την πλευρά του ο Μπεν Κόναμπλ, υψηλόβαθμος πολιτικός επιστήμονας στο RAND Corporation.