Μελέτες εξετάζουν το ρίσκο από την έκθεση σε ραδιενεργά αερολύματα μετά από κάποιο πιθανό ατύχημα
Η Κύπρος βρίσκεται στη ζώνη ύψιστης επικινδυνότητας και θα επηρεαστεί άμεσα σε περίπτωση πυρηνικού ατυχήματος στον υπό κατασκευή σταθμό του Άκουγιου, στην Τουρκία. Όπως δήλωσε στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων, σύμφωνα με το philenews.com ο Επίκουρος Καθηγητής του Ινστιτούτου Κύπρου (ΙΚυ) Θεόδωρος Χριστούδιας, μελέτες οι οποίες εξετάζουν το ρίσκο από την έκθεση σε ραδιενεργά αερολύματα μετά από κάποιο πιθανό ατύχημα δείχνουν ότι η Λευκωσία διατρέχει το ίδιο εποχιακό ρίσκο με την τουρκική πόλη Μερσίνα, που βρίσκεται πλησίον του Άκκουγιου.
Ο υψηλός βαθμός επικινδυνότητας για την Κύπρο προκύπτει τόσο λόγω της γεωγραφικής εγγύτητας στο Άκκουγιου, όσο και λόγω των καιρικών συνθηκών, εξήγησε ο Επίκουρος Καθηγητής. Το μεγαλύτερο ρίσκο, συνέχισε, προέρχεται από την εισπνοή και κατάποση ραδιενεργών ουσιών που μπαίνουν στην τροφική αλυσίδα και όχι τόσο από την έκθεση στην ατμόσφαιρα.
Ανέφερε παράλληλα ότι κάποια από τα σωματίδια που απελευθερώνονται σε περίπτωση ατυχήματος, όπως το ραδιενεργό Καίσιο, έχουν χρόνο ζωής μερικές δεκαετίες.
Σχετική μελέτη για την αξιολόγηση των επιπτώσεων από ένα πιθανό πυρηνικό ατύχημα δημοσιεύτηκε το 2014 στο διαδικτυακό περιοδικό Energies. Στη μελέτη αυτή προσομοιώνεται η εκπομπή ραδιενεργών εκπομπών μετά από ένα ατύχημα, ενώ καταγράφονται οι πιθανές καιρικές συνθήκες για δεκάδες χρόνια. Οι συγγραφείς της μελέτης, Θεόδωρος Χριστούδιας και Γιάννης Προεστός του Ινστιτούτου Κύπρου και Jos Lelieveld του Ινστιτούτου Χημείας Μαξ Πλανκ της Γερμανίας, κάνουν συγκεκριμένη αναφορά στην Κύπρο, λόγω της κατασκευής του σταθμού στο Άκκουγιου.
Όπως ανέφερε ο κ. Χριστούδιας στο ΚΥΠΕ, το Ινστιτούτο Κύπρου έχει εκπονήσει μια σειρά από επιστημονικές μελέτες, σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τους εν ενεργεία πυρηνικούς σταθμούς, όσο και αυτούς που είναι υπό σχεδιασμό ή υπό κατασκευή ανά το παγκόσμιο.
Ερωτηθείς αν ελαχιστοποιείται το ρίσκο με την πρόοδο της τεχνολογίας, ο κ. Χριστούδιας είπε ότι δεν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο κίνδυνος είναι μηδενικός, παρά τα άλματα που γίνονται. «Το ότι υπάρχει ρίσκο είναι αδιαμφισβήτητο και αυτό το καταδεικνύουν τα δύο μεγάλα ατυχήματα που έγιναν στο παρελθόν» στη Φουκουσίμα το 2011 και στο Τσέρνομπιλ το 1986, σημείωσε.
Παρέθεσε συναφώς το παράδειγμα της Ιαπωνίας, μιας χώρας που όπως είπε, διαθέτει προηγμένη τεχνολογία και τεχνογνωσία και υψηλό επίπεδο κατάρτισης των επιστημόνων της. «Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο ατυχήματος, ενώ υπάρχει και το ενδεχόμενο ανθρώπινου λάθους ή άλλα σενάρια όπως αυτό της τρομοκρατικής ενέργειας» είπε. Ο Επίκουρος Καθηγητής αναφέρθηκε εξάλλου και στη γενικότερη εικόνα που επικρατεί στην περιοχή, όπου λειτουργεί ήδη αριθμός πυρηνικών σταθμών, όπως αυτός του Μπουσέχρ στο Ιράν, ενώ η Ιορδανία σχεδιάζει να οικοδομήσει έναν ή δύο σταθμούς. Παράλληλα, αναφέρει ότι το Άκουγιου είναι ο πρώτος από μια σειρά σταθμών που σχεδιάζει να χτίσει η Τουρκία στα επόμενα χρόνια. Ταυτόχρονα αναφέρθηκε στο παράδειγμα πυρηνικού σταθμού στην Αρμενία που λειτουργεί από την εποχή της Σοβιετικής Ένωσης, χωρίς να διαθέτει καν εξωτερικό κέλυφος.
Ένα ακόμη σημαντικό ζήτημα, σύμφωνα με τον κ. Χριστούδια είναι και το που θα αποθηκευτούν τα παράγωγα ή κατάλοιπα του πυρηνικού αντιδραστήρα. Αν και το ζήτημα δεν αποτελεί μέρος της μελέτης, λέει ότι πρόκειται με βεβαιότητα για ένα πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η Τουρκία, όπως και κάθε χώρα που διαθέτει παρόμοια προγράμματα.
Ο Επίκουρος Καθηγητής ανέφερε τέλος ότι η ομάδα ατμοσφαιρικών και κλιματικών μελετών του Ινστιτούτου Κύπρου δραστηριοποιείται εδώ και μια δεκαετία στη μελέτη των ατμοσφαιρικών επιπτώσεων, τόσο από ραδιενεργά κατάλοιπα όσο και από την ανθρώπινη ρύπανση. Ιδιαίτερη συμβολή στις μελέτες έχει ο υπερυπολογιστής CYTerra, ο οποίος λειτουργεί εδώ και τέσσερα χρόνια στο Ινστιτούτο Κύπρου, επιτρέποντας τη μελέτη ατμοσφαιρικών μοντέλων υψηλής ανάλυσης, κατέληξε.