Η τουρκική κυβέρνηση παραδέχεται κυνικά ότι απήγαγε αντιφρονούντες από ξένες χώρες
Οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες έχουν «επαναπατρίσει» εδώ και ενάμιση χρόνο από το εξωτερικό 80 πρόσωπα, που κατηγορούνται ότι ανήκουν στο κίνημα του ιερωμένου Φετουλάχ Γκιουλέν, τον οποίο η Άγκυρα κατηγορεί ως ενορχηστρωτή της απόπειρας στρατιωτικού πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, δήλωσε σήμερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μπεκίρ Μποζντάγ.
Μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, η MIT «πακέταρε 80 (οπαδούς του Γκιουλέν) σε 18 διαφορετικές χώρες και τους έφεραν πίσω στην Τουρκία», δήλωσε ο Μποζντάγ σε συνέντευξη στο τηλεοπτικό δίκτυο Habertürk TV. Πριν από μία εβδομάδα, η MIT έφερε πίσω στην Τουρκία πέντε Τούρκους εκπαιδευτικούς και έναν Τούρκο γιατρό, που ζούσαν στο Κόσοβο, στη διάρκεια μιας μυστικής επιχείρησης που προκάλεσε πολιτική κρίση στην Πρίστινα, όπου τα ΜΜΕ έκαναν λόγο για «απαγωγή».
Ο πρωθυπουργός του Κοσόβου Ραμούς Χαραντινάι διέταξε έρευνα και απέπεμψε τον υπουργό Εσωτερικών και τον επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών, λέγοντας ότι δεν τον είχαν ενημερώσει για την «απαράδεκτη» αυτή επιχείρηση. Είναι η πρώτη φορά που η τουρκική κυβέρνηση αναφέρει συγκεκριμένο αριθμών των φερόμενων οπαδών του Γκιουλέν που επαναπατρίστηκαν παρά τη θέλησή τους από τις υπηρεσίες πληροφοριών, αν και ορισμένες περιπτώσεις είχαν δημοσιοποιηθεί.
Έτσι, τον περασμένο Νοέμβριο ένας Τούρκος επιχειρηματίας συνελήφθη στο Σουδάν στη διάρκεια κοινής επιχείρησης με το Χαρτούμ, προτού επιστραφεί στην Τουρκία. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η Άγκυρα καταδιώκει χωρίς έλεος τους φερόμενους οπαδούς του Γκιουλέν, πρώην συμμάχου του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος ζει εδώ και 20 χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες, απ΄όπου διαψεύδει κάθε εμπλοκή του στο πραξικόπημα.
Περισσότεροι από 55.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων φιλοκούρδοι αντιφρονούντες και δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στο καθεστώς, συνελήφθησαν από τον Ιούλιο του 2016 στο πλαίσιο του μεγάλου κύματος καταστολής και της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που εγκαθιδρύθηκε τον Ιούλιο 2016 και από τότε παρατείνεται χωρίς διακοπή. Εξάλλου, ο Μποζντάγ άφησε σαφώς να εννοηθεί, ότι θα παραταθεί εκ νέου η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, λέγοντας ότι «μπορεί να παραταθεί αν το κοινοβούλιο [που ελέγχεται από το κυβερνών κόμμα] την αποδεχθεί».