Τα υψηλά επίπεδα βίας στην πόλη, είχαν μακροχρόνιες ψυχολογικές συνέπειες στους κατοίκους
Η πόλη Σιουδάδ Χουάρες, στην πολιτεία Τσιουάουα του Μεξικού, βρίσκεται στα σύνορα της χώρας με τις ΗΠΑ, πάνω στον ποταμό Ρίο Γκράντε και απέναντι από το Ελ Πάσο του Τέξας.
Η Χουάρες είναι επίσης σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο καθώς αποτελεί πέρασμα προς τις ΗΠΑ. Αποτελεί όμως επίσης, λόγω της θέσης της στα σύνορα, και το μεγαλύτερο κέντρο λαθρεμπορίου και διακίνησης ναρκωτικών του Μεξικού από και προς τις ΗΠΑ. Το τοπικό καρτέλ, που εκτιμάται ότι είναι από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις στον κόσμο, διακινεί το 50% των ναρκωτικών προς τις ΗΠΑ. Έτσι, την ίδια πορεία με την αύξηση του πληθυσμού και της βιομηχανικής δραστηριότητας στην πόλη ακολούθησε και η εγκληματικότητα, που σήμερα είναι από τις υψηλότερες στη χώρα- γνωστή και ως η πρωτεύουσα των ανθρωποκτονιών. Όπως μεταδίδει η Irene Caselli για λογαριασμό του BBC, τα υψηλά επίπεδα βίας στην πόλη, είχαν μακροχρόνιες ψυχολογικές συνέπειες στους κατοίκους, ειδικά τους νέους.
Ο Luis Mercado (φωτογραφία) ήταν μόλις 16 ετών όταν βίωσε για πρώτη φορά κρίση πανικού. Συνέβη κατά τη διάρκεια του διαλείμματος στο σχολείο του. Ένιωσε την ανάγκη να τρέξει μακριά και να κρυφτεί, βρήκε καταφύγιο στις τουαλέτες του σχολείου και άρχισε εκεί να κόβει με αιχμηρό αντικείμενο τον εαυτό του. Μια πράξη που έγινε ανεξέλεγκτη συνήθεια, μέχρι που βίωσε και μια δεύτερη κρίση άγχους.
Η οικογένειά του, όπως και εκατοντάδων άλλων, έχει επηρεαστεί άμεσα από τη βία των καρτέλ που ευθύνονται για πάνω από 10.000 δολοφονίες, τις χρονιές 2008-2011. Ο Luis από πολύ νέος, είχε γίνει μάρτυρας και άλλων βίαιων περιστατικών: Ήταν 11 ετών όταν η μητέρα του δολοφόνησε τον πατέρα του... Ένα βράδυ, πριν πέντε χρόνια, ο Luis είχε αποπειραθεί να βάλει τέρμα στη ζωή του, αλλά δε μπόρεσε. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι γιατί συνεχίζω αν και νιώθω τόσο φοβισμένος. Αναρωτιέμαι γιατί δεν το έκανα».
Ο Luis αποτελεί μέρος ενός ολοένα και αυξανόμενου αριθμού κατοίκων της Σιουδάδ Χουάρες, που έχουν προσπαθήσει να αφαιρέσουν τη ζωή τους. Ένας στους τέσσερις ντόπιους, έχει αποπειραθεί και ένας στους δέκα το έχει πράξει, σύμφωνα με μελέτη του Οικογενειακού Κέντρου για την Ένταξη και την Ανάπτυξη (UACJ). Νεαροί άνθρωποι, ηλικίας από 15 έως 29, είναι εκείνοι που προχωρούν στο απονενοημένο διάβημα, όμως μαρτυρούν οι αριθμοί από στατιστικά στοιχεία.
«Υπάρχει η αίσθηση ότι η ζωή δεν έχει την ίδια αξία, όπως πριν», λέει ο καθηγητής ψυχολογίας Oscar Armando Esparza Del Villar. «Όταν ζεις σε μια κοινωνία με αυτή την κουλτούρα, όπου η ζωή δεν έχει αξία, η αυτοκτονία μπορεί να φαίνεται σαν μια από τις επιλογές για όσους έχουν συμπτώματα κατάθλιψης ή προβλήματα στη ζωή τους», εξηγεί.
Ο Luis λέει ότι στη δική του περίπτωση, η πορεία προς το σκοτάδι έγινε βαθμιαία. «Είναι σαν να κλείνεις τα φώτα του σπιτιού. Αρχικά ξεκινάς από τον πάνω όροφο, μετά κατεβαίνεις και στο τέλος σβήνεις τα εξωτερικά φώτα. Είναι σαν να πεθαίνει κάτι μέσα σου».
Ο νεαρός, οδηγήθηκε από συγγενικό του πρόσωπο στο CFIC, ένα από τα ειδικά κέντρα που προσφέρουν βοήθεια σε ανθρώπους με αυτοκτονικές τάσεις και στις οικογένειές τους. «Είναι λες και η βία έχει διεισδύσει σε ολόκληρη την πόλη«, λέει η διευθύντρια του κέντρου, Silvia Aguirre, μιλώντας στο BBC. «Η βία έχει δυο τρόπους εκδήλωσης. Η ακραία μορφή εξωτερίκευσης της βίας είναι η ανθρωποκτονία και η ακραία μορφή εσωτερικής βίας είναι η αυτοκτονία», σημειώνει και προσθέτει ότι οι μεξικανοί δεν έχουν μάθει να επεξεργάζονται τον πόνο που προέρχεται και από τις δυο αυτές μορφές...