Επίθεση του Ισλαμικού Κράτους σε ακαδημία της Αστυνομίας αργά χθες τη νύχτα
Τουλάχιστον τρεις βαριά οπλισμένοι καμικάζι εξαπέλυσαν μια πολύωρη επίθεση κατά τη διάρκεια της χθεσινής νύχτας σε αστυνομική σχολή στην Κουέτα, στο νοτιοανατολικό Πακιστάν, σκοτώνοντας 61 ανθρώπους και σπέρνοντας τον τρόμο.
Πρόκειται για μια από τις πλέον πολυαίμακτες επιθέσεις φέτος στο Πακιστάν, έπειτα από εκείνη στη Λαχόρη την 25η Μαρτίου (75 νεκροί) κι αυτή στο νοσοκομείο της Κουέτας την 8η Αυγούστου (73 νεκροί).
Στην πλειονότητά τους τα θύματα ήταν σπουδαστές της σχολής που κατελήφθησαν εξαπίνης καθώς την ώρα της αιφνιδιαστικής νυχτερινής επίθεσης πολλοί βρίσκονταν στους κοιτώνες. Οι αρχές κάνουν επίσης λόγο για 123 τραυματίες, ορισμένοι από τους οποίους προσπάθησαν να διαφύγουν από παράθυρα. Κάποιοι από τους τραυματίες βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση κι ο απολογισμός των νεκρών δεν αποκλείεται να αποδειχθεί ακόμη πιο βαρύς.
Σύμφωνα με τον πακιστανικό στρατό, οι δράστες παρεισέφρησαν στη σχολή της αστυνομίας, περίπου 20 χιλιόμετρα ανατολικά της Κουέτας, της πρωτεύουσας της επαρχίας Μπαλουτσιστάν, αργά το βράδυ. Στις αχανείς εγκαταστάσεις βρίσκονταν εκατοντάδες νεοσύλλεκτοι, πολλοί από τους οποίους τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή κατά τη διάρκεια της επίθεσης.
«Ήταν περίπου 22:30 (σ.σ. 20:30 ώρα Ελλάδας) και παίζαμε χαρτιά. Ξαφνικά ακούσαμε πυρά και κρυφτήκαμε κάτω από τα κρεβάτια. Τα πυρά ήταν σφοδρά και δεν γνωρίζαμε τι να κάνουμε», αφηγήθηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Αρσλάν, ένας νεοσύλλεκτος που νοσηλεύεται σε νοσοκομείο.
«Έμπαιναν σε έναν θάλαμο κι άνοιγαν πυρ» αδιακρίτως, «κατόπιν πέρναγαν στον επόμενο. Χτυπούσαν τις πόρτες και έλεγαν όταν ήταν κλειστές στους σπουδαστές πως ήταν δικοί τους, του στρατού, κι όταν άνοιγαν την πόρτα, τους πυροβολούσαν», αφηγήθηκε ένας άλλος τραυματίας, ο Χικματουλά.
Μόλις ειδοποιήθηκαν, οι πακιστανικές δυνάμεις ασφαλείας κινητοποιήθηκαν και «η επίθεση τερματίστηκε σε περίπου τρεις ώρες μετά την άφιξή μας», δήλωσε ο στρατηγός Σερ Αφγάν, διοικητής των Συνοριοφρουρών, ενός παραστρατιωτικού σώματος το οποίο ανέλαβε την αντιμετώπιση της κατάστασης. Δύο καμικάζι πυροδότησαν τα γιλέκα με τα εκρηκτικά που είχαν ζωστεί, ένας τρίτος σκοτώθηκε από πυρά των παραστρατιωτικών.
Υπήρξαν δύο χωριστές αναλήψεις της ευθύνης για την επίθεση, η πρώτη από το Κίνημα των Ταλιμπάν του Πακιστάν (TTP) και η δεύτερη από την τζιχαντιστική οργάνωση Ισλαμικό Κράτος (ΙΚ).
Το TTP υποστήριξε ότι διέπραξε την επίθεση για να «εκδικηθεί για τους φόνους των μουτζαχεντίν μας» από τις δυνάμεις επιβολής της τάξης στη γειτονική επαρχία Πουντζάμπ, σε μια ανακοίνωσή του που περιήλθε στην κατοχή του Γαλλικού Πρακτορείου. Από την πλευρά του το ΙΚ γνωστοποίησε, μέσω του «πρακτορείου ειδήσεων» Άμακ, που αποτελεί στην πραγματικότητα όργανο προπαγάνδας των τζιχαντιστών, πως την επίθεση διέπραξαν «τρεις καμικάζι του».
Ο στρατηγός Αφγάν από τη δική του πλευρά επέρριψε την ευθύνη για την πολυαίμακτη επίθεση στην ισλαμιστική οργάνωση Λασκάρ ι Τζάνγκβι, η οποία θεωρείται προσκείμενη στους πακιστανούς Ταλιμπάν. Σύμφωνα με τον πακιστανό ανώτατο αξιωματικό οι δράστες «επικοινωνούσαν με στελέχη (σ.σ. της οργάνωσης αυτής) στο Αφγανιστάν».
Κατά τον πακιστανό αναλυτή Αμίρ Ράνα, το σενάριο μιας επίθεσης της οργάνωσης αυτής μοιάζει αξιόπιστο, σημειώνει πάντως πως «στις περισσότερες περιπτώσεις οι οργανώσεις των ανταρτών μπλοφάρουν έπειτα από μια μεγάλη επίθεση, για δύο λόγους: για να προκαλέσουν σύγχυση και για να πιστωθούν» την ενέργεια.
Στη σχολή μετέβησαν τόσο ο αρχηγός του πακιστανικού γενικού επιτελείου εθνικής άμυνας, ο στρατηγός Ράχιλ Σαρίφ, όσο και πολλοί άλλοι ανώτεροι αξιωματικοί, όπως και ο πρωθυπουργός Ναουάζ Σαρίφ, ο οποίος προήδρευσε μιας έκτακτης συνεδρίασης για την ασφάλεια στην περιοχή, σύμφωνα με τις υπηρεσίες του.