Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο χαρακτήρισε το αδίκημα "πολύ σοβαρό"
Ιστορική είναι η απόφαση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που καταδίκασε ένα τζιχαντιστή σε φυλάκιση, για καταστροφή μνημείων. Η απόφαση χαιρετίστηκε από τον ΟΗΕ καθώς αποτελεί ισχυρό νομικό προηγούμενο. Είναι η πρώτη φορά που υπάρχει μια τέτοια νομική καταδίκη.
Ο τζιχαντιστής Άχμαντ Αλ Φάκι Μάχντι, από το Μάλι, καταδικάστηκε σε κάθειρξη εννέα ετών, για την καταστροφή των προστατευόμενων μαυσωλείων του Τιμπουκτού, κατά τη διάρκεια του πολέμου στη χώρα του, το 2012. Ο Μάχντι ανήκει στη φυλή των Τουαρέγκ.
Ο δικαστής Ραούλ Πανγκαλανγκάν χαρακτήρισε "πολύ σοβαρό" το αδίκημα του τζιχαντιστή που καταδικάστηκε για την " άμεση συμμετοχή του σε πολλά επεισόδια και ο ρόλος που διαδραμάτισε ως εκπρόσωπος (των ακραίων ισλαμιστών) που είχε αναλάβει να δικαιολογήσει τις επιθέσεις στα μέσα ενημέρωσης".
Η εισαγγελέας του ΔΠΔ Φάτου Μπενσούντα είπε ότι η ποινή που επιβλήθηκε στον Μάχντι είναι μια "προειδοποίηση" για όσους σχεδιάζουν να διαπράξουν τέτοια εγκλήματα. Πρόσθεσε μάλιστα ότι "πρόκειται για ένα έγκλημα πολέμου" και ότι θα αποδοθούν ευθύνες σε όποιον διαπράττει τέτοιες καταστροφές.
Από την πλευρά της η UNESCO, που έχει χαρακτηρίσει "μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς" τα μαυσωλεία του Τιμπουκτού, έκρινε ότι η καταδίκη του Μάχντι είναι "ένα ιστορικό βήμα" στον αγώνα που δίνει για να μην μένουν ατιμώρητοι όσοι καταστρέφουν την πολιτιστική κληρονομιά. "Η απόφαση του ΔΠΔ είναι ένα ιστορικό βήμα για την αναγνώριση της σημασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς για τις κοινότητες που την διαφύλαξαν στο πέρασμα των αιώνων, για όλη την ανθρωπότητα", τόνισε σε ανακοίνωσή της η γενική διευθύντρια του οργανισμού Ιρίνα Μπόκοβα.
Αυτή ήταν η πρώτη δίκη στο ΔΠΔ με αντικείμενο την καταστροφή πολιτιστικών αγαθών. Ο Μάχντι ήταν επίσης ο πρώτος τζιχαντιστής που δικάστηκε στη Χάγη για εγκλήματα που διαπράχθησαν στη διάρκεια του πολέμου στο Μαλί. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, "διηύθυνε σκόπιμα επιθέσεις" εναντίον εννέα μαυσωλείων στο Τιμπουκτού και εναντίον της πύλης του τεμένους Σίντι Γιαχία, από τις 30 Ιουνίου μέχρι τις 11 Ιουλίου 2012.
Με την έναρξη της δίκης του, ο Μάχντι παραδέχτηκε την ενοχή του και ζήτησε συγγνώμη από τον λαό του, διαβεβαιώνοντας ότι αισθάνεται "τύψεις και ενοχές" για όσα έκανε. Υποστηρίζοντας ότι εκείνη την περίοδο ήταν "επηρεασμένος" από τους τζιχαντιστές, κάλεσε τους μουσουλμάνους σε όλον τον κόσμο να αντισταθούν "σε τέτοιου είδους ενέργειες".
Κατά την ανάγνωση της απόφασης, ο Μάχντι παρακολουθούσε τον δικαστή με προσήλωση, κουνώντας πού και πού το κεφάλι. Αμέσως μετά, κάθισε ξανά στο εδώλιο και έβαλε το ένα χέρι του στην καρδιά.
Οι δικαστές έκριναν ότι ο κατηγορούμενος, ο οποίος είναι περίπου 40 ετών, είχε ενταχθεί στην οργάνωση Ανσάρ Ντιν, μια τζιχαντιστική ομάδα που συνδέεται με την Αλ Κάιντα και είχε θέσει υπό τον έλεγχό της το βόρειο Μαλί επί δέκα μήνες το 2012. Οι τζιχαντιστές εκδιώχθηκαν από την περιοχή μετά τη διεθνή επέμβαση που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2013 με πρωτοβουλία της Γαλλίας. Ως επικεφαλής της "Χίσμπα", του τμήματος ηθών των ισλαμιστών, ο Μάχντι διέταξε και συμμετείχε σε επιθέσεις εναντίον των ιστορικών μαυσωλείων. Η ίδια ομάδα κατηγορείται από οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, όπως βασανιστήρια, βιασμούς και σεξουαλική υποδούλωση των γυναικών του Τιμπουκτού.
Το δικαστήριο αναγνώρισε πολλά ελαφρυντικά στον Μάχντι, όπως την ομολογία του, τη συνεργασία του με τις αρχές, την έκφραση λύπης εκ μέρους του για τα θύματα και τις τύψεις που αισθάνεται, αλλά και τους "αρχικούς δισταγμούς του για τη διάπραξη εγκλημάτων".