Τη νομική οδό χτυπώντας την πόρτα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανακοίνωσε ότι θα ακολουθήσει η Τουρκία διεκδικώντας αρχαιότητες από το Βρετανικό Μουσείο.
Πρόκειται για κομμάτια από το διάκοσμο του Μαυσωλείου της Αλικαρνασσού, ενός εκ των επτά θαυμάτων του αρχαίου κόσμου, που βρίσκονται στο Λονδίνο και τα οποία διεκδικεί η πόλη Μποντρούμ.
Η αρχαία κατασκευή ήταν ένας τάφος ύψους 45 μέτρων, που χτίστηκε μεταξύ 353 και 350 π. Χ. στην Αλικαρνασσό. Τέσσερα άρματα αλόγων από μάρμαρο ήταν τοποθετημένα στην οροφή του οικοδομήματος, που σχεδίασαν Έλληνες αρχιτέκτονες. Το γλυπτό μιας κεφαλής αλόγου ήτνα επίσης μεταξύ των αριστοτεχνημάτων που απέκτησε στα μέσα του 19ου αιώνα το Βρετανικό Μουσείο, και τα οποία σήμερα διεκδικούν Τούρκοι ακτιβιστές, σύμφωνα με την εφημερίδα Guardian.
Τις αρχές της τουρκικής πόλης, της ευρύτερης περιφέρειας και του τουρκικού υπουργείου Πολιτισμού εκπροσωπεί ομάδα 30 δικηγόρων. Ένας εξ αυτών, ο Ρεμζί Καζμάζ δήλωσε στον Observer ότι η αγωγή στο ευρωπαϊκό δικαστήριο θα κατατεθεί στις 30 Ιανουαρίου.
Εξηγώντας την κίνηση ο κ. Καζμάζ λέει ότι η τουρκική πλευρά ευχαριστεί τις βρετανικές αρχές και το Βρετανικό Μουσείο για τη φιλοξενία και τη συντήρηση της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της, ωστόσο έχει έρθει η ώρα για την επιστροφή αυτών των αριστοτεχνημάτων στον τόπο καταγωγής τους.
Το δικαστήριο στο Στρασβούργο θα λάβει αίτηση με περίπου 120.000 υπογραφές για την επιστροφή των γλυπτών, καθώς και ένα ντοκιμαντέρ για το πώς η περιοχή έχασε τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της. “Δεν πιστεύουμε ότι τα γλυπτά αφαιρέθηκαν νομίμως”, προσθέτει ο Τούρκος δικηγόρος.
Η εφημερίδα σχολιάζει ότι η υπόθεση θα παρακολουθείται στενά από την Ελλάδα και άλλες χώρες που διεκδικούν αρχαιότητες από το Βρετανικό Μουσείο.
Το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού πιστεύεται ότι κατέρρευσε μετά από σεισμό κατά το μεσαίωνα. Ορισμένα από τα γλυπτά του μεταφέρθηκαν από επιδρομείς στο Μποντρούμ, από όπου τα πήρε το 1846 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη μεταφέροντάς τα στη συνέχεια στο Βρετανικό Μουσείο. Τα υπόλοιπα εκθέματα εντοπίστηκαν κατά τη διάρκεια ανασκαφών από το Μουσείο τη δεκαετία του 1850.
Εκπρόσωπος του Βρετανικού Μουσείου δήλωσε ότι οι συγκεκριμένοι αρχαιολογικοί θησαυροί αποκτήθηκαν μετά από διπλή βρετανική αποστολή, εγκεκριμένη και τις δύο φορές από οθωμανικό φιρμάνι.