Πριν από μερικές εβδομάδες πραγματοποιήθηκε στο πανεπιστήμιο Bar-Ilan του Τελ Αβίβ μια ημερίδα με θέμα την εκκένωση της Λωρίδας της Γάζας πριν από δέκα χρόνια, υπό την εποπτεία του τότε πρωθυπουργού Αριέλ Σαρόν. Παρόντες ήταν πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνων των γεγονότων. Ανάμεσά τους, ο στρατιωτικός που ήταν υπεύθυνος για την επιχείρηση, Γκερσόν Ακοέν, αρκετοί έποικοι από το Γκους Κατίφ και τη Γάζα, καθώς κι ένας ραβίνος που συνόδευσε την εκκένωση από την αρχή. Το μεγαλύτερο μέρος του κοινού ήταν εναντίον εκείνης της επιχείρησης. Όταν μου ζητήθηκε να πω τη γνώμη μου, είπα το εξής: «Ο υπουργός Αμύνης, Μοσέ Γιααλόν δήλωσε πρόσφατα ότι όσο ζει δεν βλέπει καμιά πιθανότητα να υπάρξει ειρήνη ή συμφωνία με τους Παλαιστίνιους. Από την πλευρά μου, μπορώ να τον διαβεβαιώσω ότι αν η ισραηλινή πολιτική δεν αλλάξει, μπορεί να είναι σίγουρος πως δεν θα υπάρξει συμφωνία και όσο ζουν τα παιδιά του ή και τα εγγόνια του».
Πολλοί από τους παριστάμενους άρχισαν να διαμαρτύρονται. Για ποιο λόγο άραγε; Στο κάτω- κάτω, οι περισσότεροι υποστήριζαν την επέκταση του εποικισμού και ήταν αντίθετοι σε μια νέα εκκένωση της Δυτικής Όχθης. Επιπλέον, θεωρούσαν ότι το Ισραήλ δεν έχει έναν αξιόπιστο συνομιλητή ή ακόμη ότι ένας τέτοιος συνομιλητής είναι περιττός. Γιατί λοιπόν αντέδρασαν στο γεγονός ότι ένας άνθρωπος της ειρήνης συμφωνούσε μαζί τους πως η ειρήνη είναι αδύνατη;
Στη συνέχεια κατάλαβα ότι η δυσαρέσκειά τους πήγαζε από το γεγονός ότι έβλεπαν έναν άνθρωπο που έχει ταυτιστεί σε όλη του τη ζωή με το στρατόπεδο της ειρήνης να εγκαταλείπει κάθε ελπίδα για ειρήνη. Λες και πρόδιδε την αποστολή του. Λες και για την ισραηλινή κοινή γνώμη, ο ρόλος του «στρατοπέδου της ειρήνης» είναι να διατηρεί ζωντανή την ελπίδα της ειρήνης, ενώ ο ρόλος του «εθνικού στρατοπέδου» είναι να αρνείται πως μια τέτοια ελπίδα είναι ρεαλιστική.
Μια ανάλογη στάση χαρακτηρίζει το στρατόπεδο της ειρήνης, που από τη μια πλευρά πιστεύει την παλαιστινιακή θέση περί αποδοχής δύο κρατών κι από την άλλη αφήνει στη Δεξιά τον ρόλο να επαναλαμβάνει συνεχώς πόσο δύσκολο, αν όχι αδύνατο, είναι να εκκενωθούν οι οικισμοί, να μοιραστεί η Ιερουσαλήμ και να αντιμετωπιστεί η Χαμάς. Τι θα συνέβαινε λοιπόν αν το παλαιστινιακό κράτος υπήρχε ήδη και το κατέκλυζαν πρόσφυγες από τη Συρία και το Ιράκ;
Για να ξεφύγουμε από την παγίδα που δυσκολεύει κάθε συζήτηση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, θα πρέπει να εξετάσουμε σοβαρά τη λύση του ενός κράτους με δύο εθνότητες. Ένας τέτοιος προβληματισμός μπορεί να γεννήσει καινούργιες ιδέες, είτε για μια ομοσπονδία (με ή χωρίς την Ιορδανία) είτε για ένα κράτος με καντόνια ελβετικού τύπου.
Η εκδοχή του Μεγάλου Ισραήλ, με τη χορήγηση της ισραηλινής υπηκοότητας σε όποιον Παλαιστίνιο το επιθυμεί, θα μπορούσε να μας βοηθήσει να ξεσκονίσουμε μερικά κλισέ και να σκεφτούμε καινούργια πράγματα. Η ειρηνευτική διαδικασία είναι σήμερα όμηρος του στάτους κβο: Η μεν Δεξιά χρησιμοποιεί την έννοια των «δύο κρατών», πολλαπλασιάζοντας την ίδια ώρα τους οικισμούς και κάνοντας πιο ασφυκτική την κατοχή, η δε Αριστερά μιλάει για το ίδιο πράγμα, σχεδιάζοντας διάφορους απίθανους χάρτες με τη διαίρεση της Ιερουσαλήμ και την παραμονή μιας «ομάδας» οικισμών. Όσο για τους Παλαιστίνιους, είναι οχυρωμένοι πίσω από την παθητικότητά τους.
Εδώ και 48 χρόνια, από την έκτη ημέρα του πολέμου του 1967, υποστηρίζω την ιδέα ενός παλαιστινιακού κράτους. Είναι οδυνηρή όμως η σκέψη ότι μια τέτοια προοπτική, όσο δίκαιη κι αν είναι από πολιτική και ηθική πλευρά, μπορεί να μην οδηγεί παρά στη διαιώνιση της κατοχής και στη βύθιση της ειρήνης στις κίτρινες αμμοθύελλες της Συρίας.