Αίγυπτος: Αναβάλλεται η ανακοίνωση της θανατικής ποινή του Μόρσι

Δικαστήριο της Αιγύπτου ανέβαλε σήμερα για τις 16 Ιουνίου την έκδοση της οριστικής απόφασης της θανατικής ποινής που έχει προταθεί να επιβληθεί εις βάρος του ισλαμιστή πρώην προέδρου Μοχάμεντ Μόρσi, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για επιθέσεις σε εγκαταστάσεις της αστυνομίας και για αποδράσεις από φυλακές στη διάρκεια της λαϊκής εξέγερσης κατά του τότε προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, το 2011. 

Τον περασμένο μήνα, το δικαστήριο εισηγήθηκε την επιβολή της εσχάτης των ποινών στον Μόρσι και στους συγκατηγορούμενούς του - περιλαμβανομένου του πνευματικού ηγέτη της Αδελφότητας Μοχάμεντ Μπαντίε - για δολοφονίες και απαγωγές αστυνομικών.

Η απόφαση ανατέθηκε στη συνέχεια στον Μεγάλο Μουφτή της Αιγύπτου, την ανώτερη θρησκευτική εξουσία στη χώρα, για μία μη δεσμευτική γνώμη. Ο δικαστής Σααμπάν ελ-Σάμι δήλωσε ότι το δικαστήριο έλαβε σήμερα το πρωί τη γνώμη του Μουφτή και χρειάζεται χρόνο για να την εξετάσει. 

Επίσης το δικαστήριο ανέβαλε για τις 16 Ιουνίου την έκδοση οριστικής απόφασης σε μία άλλη υπόθεση που αφορά τον ηγέτη της Αδελφότητας Χαϊτάρ ελ- Σατέρ και 15 άλλους που κατηγορούνται για συνωμοσία με τις ξένες ένοπλες οργανώσεις Χαμάς και Χεζμπολάχ εις βάρος της Αιγύπτου. 

Ο Μόρσι μπορεί να εφεσιβάλει την απόφαση. Έχει δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει τη νομιμότητα του δικαστηρίου περιγράφοντας τις νομικές διαδικασίες εις βάρος του ως μέρος ενός σχεδίου ανατροπής του από τον πρώην επικεφαλής του στρατού Αμπντέλ Φατάχ αλ-Σίσι το 2013. 

Ο Σίσι, σημερινός πρόεδρος, υποστηρίζει ότι η Αδελφότητα συνιστά σοβαρή απειλή προς την εθνική ασφάλεια και την έχει χαρακτηρίσει τρομοκρατική οργάνωση.

Οι δυνάμεις ασφαλείας έχουν δολοφονήσει περίπου 1.000 υποστηρικτές της Αδελφότητας στους δρόμους και έχουν φυλακίσει χιλιάδες άλλους την τελευταία διετία, σύμφωνα με οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Αργά χθες το βράδυ, οι υπηρεσίες ασφαλείας της χώρας συνέλαβαν δύο ηγέτες της Μουσουλμανικής Αδελφότητας μερικές ώρες μετά την ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι οι δυνάμεις ασφαλείας εξάρθρωσαν έναν πυρήνα της οργάνωσης, ο οποίος, σύμφωνα με τις αρχές, συγκέντρωνε πληροφορίες για κρατικούς θεσμούς και τις έστελνε στο εξωτερικό.