Η ιαπωνική κυβέρνηση εισηγείται η πυρηνική ενέργεια να αντιστοιχεί στο 20 ως 22% του ενεργειακού μίγματος της χώρας περί το 2030, με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας να αντιστοιχούν σε ένα ελαφρώς μεγαλύτερο ποσοστό, αναφέρουν σήμερα ιαπωνικά μέσα ενημέρωσης.
Η πρόταση της κυβέρνησης του Σίνζο Άμπε για την πυρηνική ενέργεια, εάν υιοθετηθεί, πιθανότατα θα προκαλέσει αντιδράσεις στους πολίτες, καθώς οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειονότητά τους αντιτίθεται σθεναρά στη συνέχιση της χρήσης αυτής της μορφής ενέργειας μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα το 2011.
Ωστόσο θα σηματοδοτήσει την απομάκρυνση της χώρας από την πυρηνική ενέργεια, η οποία αντιστοιχούσε στο 30% των πηγών ηλεκτρικής ενέργειας πριν από την καταστροφή, η οποία χαρακτηρίστηκε η χειρότερη μετά το δυστύχημα στο Τσερνόμπιλ το 1986.
Όλοι οι πυρηνικοί αντιδραστήρες στην Ιαπωνία παραμένουν εκτός λειτουργίας για τη διεξαγωγή ελέγχων ασφαλείας, καθώς η κρίση στη Φουκουσίμα αποκάλυψε ότι οι φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία της βιομηχανίας και την ασφάλεια στους πυρηνικούς ηλεκτροπαραγωγικούς θεσμούς ανέχονταν τη χαλαρή εφαρμογή των κανονισμών.
Η εισήγηση της ιαπωνικής κυβέρνησης προβλέπει ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα αντιστοιχούν στο 22 ως 24% του ενεργειακού μίγματος, από περίπου 11% τη χρονιά που ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο του 2014, σύμφωνα με την εφημερίδα Γιομιούρι και άλλα ΜΜΕ, που δεν επικαλούνται κάποια πηγή.
Το φυσικό αέριο, το οποίο μεταφέρεται στην Ιαπωνία σε υγρή μορφή, θα αντιστοιχεί στο 27% της ηλεκτροπαραγωγής από 43,2%, ενώ το αργό πετρέλαιο και το ντίζελ θα αντιστοιχούν μόλις στο 3%, από 14,9%, σύμφωνα με την εφημερίδα.
Ακόμη, η κυβέρνηση προτείνει η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη να μειωθεί στο 26% του ενεργειακού μίγματος από 30,3%, σύμφωνα με το δημοσίευμα της εφημερίδας Γιομιούρι.
Το γεγονός ότι η Ιαπωνία αύξησε σε ιστορικό υψηλό επίπεδο την παραγωγή ηλεκτρισμού με τη χρήση λιγνίτη μετά το δυστύχημα του 2011 έχει προκαλέσει αρκετές προστριβές με διάφορες χώρες, όπως η Βρετανία και οι ΗΠΑ, ενώ παράλληλα διόγκωσε σημαντικά την παραγωγή αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Το υπουργείο Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, το οποίο επιβλέπει τον τομέα της ενέργειας, ξεκίνησε διαβουλεύσεις σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων για το ζήτημα του ενεργειακού μίγματος από τον Ιανουάριο.