Μια επιτροπή του τουρκικού κοινοβουλίου εξετάζει εάν θα παραπέμψει ή όχι τέσσερις πρώην υπουργούς της κυβέρνησης στο Ανώτατο Δικαστήριο για να δικαστούν για τις υποθέσεις διαφθοράς που τους βαρύνουν, και προέκυψαν σύμφωνα με το ισλαμοσυντηρητικό κυβερνών κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AK) από μια συνωμοσία που απεργάστηκε το κίνημα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν, πρώην στενός σύμμαχός του.
Το θέμα κατόπιν θα τεθεί σε ψηφοφορία στην ολομέλεια του σώματος στα τέλη του Ιανουαρίου, για να επικυρωθεί το αποτέλεσμα της σημερινής ψηφοφορίας στην αρμόδια επιτροπή. Η επιτροή ξεκίνησε τις εργασίες της στις 16:00 (ώρα Ελλάδας) και θα ψηφίσει χωριστά για τον καθέναν από τους πρώην υπουργούς. Το αποτέλεσμα της διαδικασίας αναμένεται να γίνει γνωστό σε μερικές ώρες.
Εάν οι πρώην υπουργοί αυτοί παραπεμφθούν τελικά στο Ανώτατο Δικαστήριο, θα πρόκειται για κάτι που θα συμβεί για πρώτη φορά επί διακυβέρνησης του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον οποίο οι αντίπαλοί του κατηγορούν ότι ολισθαίνει στον αυταρχισμό.
Ο Ερντογάν Μπαϊρακτάρ (πρώην υπουργός Περιβάλλοντος), ο Εγκεμέν Μπαγίς (Ευρωπαϊκών Υποθέσεων), ο Ζαφέρ Τσαγλαγιάν (Οικονομίας) και ο Μουαμέρ Γκιουλέρ (Εσωτερικών) κατηγορούνται για διαφθορά, απάτη και κατάχρηση εξουσίας.
Είχαν παραιτηθεί από την κυβέρνηση του τότε πρωθυπουργού Ερντογάν τον Δεκέμβριο του 2013, μετά την έναρξη μιας ευρείας επιχείρησης κατά της διαφθοράς η οποία στοχοθέτησε γραφειοκράτες, πολιτικούς και επιχειρηματίες συνδεδεμένους με την κυβέρνηση.
Οι γιοι τριών υπουργών είχαν συλληφθεί και κατόπιν απελευθερωθεί εν μέσω ενός κύματος συλλήψεων χωρίς προηγούμενο.
Ο Τσαγλαγιάν ειδικά κατηγορείται ότι είχε δωροδοκηθεί για να διευκολύνει παράνομες πωλήσεις χρυσού στο Ιράν, το οποίο τελεί υπό διεθνές εμπάργκο.
Οι τέσσερις άνδρες, οι οποίοι συνεχίζουν να είναι βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος και να απολαύουν ασυλίας, κλήθηκαν επανειλημμένως να καταθέσουν ενώπιον της επιτροπής σχετικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία. Όλοι τους έχουν δηλώσει αθώοι.
Στο μεταξύ, η τουρκική δικαιοσύνη επέβαλε πλήρες μπλακάουτ στα μέσα ενημέρωσης όσον αφορά την υπόθεση, λαμβάνοντας την αμφιλεγόμενη απόφαση να απαγορεύσει οποιοδήποτε δημοσίευμα για τις εργασίες της κοινοβουλευτικής επιτροπής, στο όνομα του σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας των κατηγορουμένων μέχρι αποδείξεως του εναντίου.
Η επιτροπή αυτή, η οποία αποτελείται κατά πλειοψηφία από στελέχη του AK, σχηματίστηκε όψιμα και μόνο μετά τις σθεναρές πιέσεις που άσκησαν η αντιπολίτευση και οργανώσεις πολιτών.
Το σκάνδαλο προκάλεσε μια πολιτική κρίση που φάνηκε να συνταράσσει την κυβέρνηση της οποίας ηγείτο για 12 χρόνια ο Ερντογάν, που εξελέγη πρόεδρος τον περασμένο Αύγουστο. Η κυβέρνηση αντέδρασε εξαπολύοντας διωγμούς δίχως προηγούμενο στις τάξεις της αστυνομίας και του δικαστικού σώματος, δυο θεσμούς στους κόλπους των οποίων οι οπαδοί του Γκιουλέν, ο οποίος έχει αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ από το 1999, ήταν ιδιαίτερα ενεργοί. Η κυβέρνηση κατηγόρησε το θρησκευτικό του τάγμα, το Χιζμέτ, ότι επιδόθηκε σε «μηχανορραφίες» και ότι είχε αποδυθεί σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει έναν «παράλληλο κρατικό μηχανισμό».
Η κυβέρνηση επίσης προώθησε στο κοινοβούλιο αμφιλεγόμενα νομοθετήματα, αυξάνοντας τον έλεγχό της στο δικαστικό σώμα αλλά και στο Διαδίκτυο, πολλούς χρήστες του οποίου αντιμετωπίζει σαν μαύρα πρόβατα.
Ο 73χρονος Γκιουλέν, επικεφαλής του Χιζμέτ («Υπηρεσία», στην τουρκική), το οποίο ελέγχει μέσα ενημέρωσης, χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και σχολεία, μεταξύ άλλων, διαψεύδει κάθε εμπλοκή του στην υπόθεση.
Ο Τούρκος πρωθυπουργός Αχμέτ Νταβούτογλου αποπειράθηκε πάντως να δείξει την αυστηρότητα της κυβέρνησης έναντι φαινομένων διαφθοράς, δηλώνοντας στο συνέδριο του AK, στο οποίο επικυρώθηκε η ανάδειξή του στο αξίωμα και την προεδρία του κόμματος, ότι «όποιου διασπάθισε πόρους, τον εθνικό πλούτο της χώρας μας, θα του κόψουμε το χέρι, ακόμη κι αν είναι αδελφός μας».
Το θέμα έχει αποκτήσει και προεκλογική διάσταση, καθώς οι προσεχείς βουλευτικές εκλογές προβλέπεται να διεξαχθούν τον Ιούνιο του 2015. Το AK δεν έχει χάσει σε καμιά εκλογική αναμέτρηση αφότου ανεδείχθη στην εξουσία, τον Νοέμβριο του 2002.
Στο μεταξύ τις τελευταίες ημέρες η τουρκική αστυνομία προχώρησε σε συλλήψεις δεκάδων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων γνωστών δημοσιογράφων, που συνδέονται με το Χιζμέτ, ενώ εξέδωσε επίσης ένταλμα σύλληψης του Φετουλάχ Γκιουλέν.