Διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν τη Δευτέρα έξω από το λόμπι των Γραφείων Οικονομίας, Εμπορίου και Πολιτισμού του Χονγκ Κονγκ στην Ταϊβάν, σε ένδειξη υποστήριξης στις διαδηλώσεις υπέρ της δημοκρατίας που πραγματοποιούνται στο Χονγκ Κονγκ.
Οι διαδηλωτές απαίτησαν από τον επικεφαλής του εμπορικού γραφείου του Χονγκ Κονγκ να βγει από το κτίριο και να τους συναντήσει προκειμένου να ακούσει τα αιτήματά τους, ενώ απείλησαν να εισβάλουν στο γραφείο εφόσον δεν υπήρχε ανταπόκριση.
Ένστολοι αστυνομικοί είχαν περικυκλώσει το κτίριο όπου τα γραφεία του Χονγκ Κονγκ βρίσκονται στον 25ο όροφο.
Περισσότεροι αστυνομικοί βρίσκονταν στο λόμπι του κτιρίου στη χρηματοοικονομική συνοικία της Ταϊπέι.
Ανάμεσα στους διαδηλωτές ήταν και ηγέτες των φοιτητών του κινήματος Sunflower, μέλη του οποίου είχαν καταλάβει το κοινοβούλιο της Ταϊβάν νωρίτερα αυτό το έτος.
Ο πρόεδρος τη Ταϊβάν, Μα Γινγκ-τζέου, δήλωσε την Κυριακή ότι ο λαός της χώρας παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τα γεγονότα που εκτυλίσσονται στο Χονγκ Κονγκ και ότι η Κίνα είναι σε θέση να καταλήξει σε μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση για τη δημοκρατία.
Ο Μα, δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο Al Jazeera, ότι η κατάσταση στο Χονγκ Κονγκ θα μπορούσε να επηρεάσει την εικόνα της Κίνας προς τον κόσμο. Τόνισε επίσης ότι η χώρα συνεχίζει να μην αποδέχεται τη νοοτροπία «μία χώρα, δύο συστήματα» σύμφωνα με την οποία η Κίνα κυβερνά το Χονγκ Κονγκ.
Πρόσθεσε ότι η Ταϊβάν και η Κίνα διαχωρίστηκαν το 1949 μετά τον εμφύλιο πόλεμο που είχε ξεσπάσει μεταξύ κομμουνιστών και εθνικιστών, οι οποίοι κατέφυγαν στην Ταϊβάν. Η χώρα έκτοτε έχει «αυτό-αποκλειστεί», ωστόσο εξελίσσεται σε μια «ζωντανή» δημοκρατία, εκλέγοντας τον δικό της πρόεδρο και τις νομοθετικές της εξουσίες.
Χιλιάδες διαδηλωτές υπέρ της δημοκρατίας απέκλεισαν χθες κύριους δρόμους στο Χονγκ Κονγκ σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την απόφαση της Κίνας να περιορίσει τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στην περιοχή.
Οι διαδηλωτές παρεμπόδισαν και στα δύο ρεύματα την κυκλοφορία στη Χάρκορτ Ρόουντ και την Κουίνσγουεϊ, δύο κύριες οδικές αρτηρίες, αρκετές ώρες αφότου η αστυνομία μπλόκαρε όλες τις προσβάσεις σε μια περιοχή διαμαρτυρίας κοντά στα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης.
Η αστυνομία εξαπέλυσε το βράδυ της Κυριακής (τοπική ώρα) πολλούς γύρους δακρυγόνων εναντίον των διαδηλωτών στη Χάρκορτ Ρόουντ και έξω από τα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης, όμως το πλήθος ανασυντάχθηκε και δεν διαλύθηκε.
«Αρχίζουμε να συνηθίζουμε τα δακρυγόνα», δήλωσε ένας διαδηλωτής.
«Είναι εξωφρενικό για την αστυνομία να χρησιμοποιεί πρώτα σπρέι πιπεριού και στη συνέχεια δακρυγόνα εναντίον ειρηνικών νεαρών διαδηλωτών. Αυτό μας θύμωσε περισσότερο και μας έκανε πιο αποφασισμένους να μείνουμε», δήλωσε στο Γερμανικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο 22χρονος διαδηλωτής Σαμ Φουνγκ.
Μέχρι το βράδυ της Κυριακής, μόνο περίπου εκατό διαδηλωτές παρέμεναν στις περιοχές γύρω από τα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης όπου είχε επικεντρωθεί η συγκέντρωση των διαδηλωτών τις προηγούμενες δύο ημέρες.
Ωστόσο χιλιάδες διαδηλωτές απέκλεισαν επίσης τμήματα πολλών δρόμων στη χρηματοοικονομική συνοικία, όπου διαμαρτυρήθηκαν για τον αστυνομικό κλοιό που είχε ως αποτέλεσμα να αποκλειστεί το συλλαλητήριο που είχε διοργανωθεί γύρω από το αρχηγείο της κυβέρνησης.
Το κίνημα Occupy Central άρχισε να εφαρμόζει το σχέδιό του για μια τριήμερη διαμαρτυρία όταν δεκάδες χιλιάδες ακτιβιστές φοιτητές άρχισαν αυθόρμητα να συγκλίνουν στο αρχηγείο της κυβέρνησης την περασμένη εβδομάδα.
Ανέφερε πως οι φοιτητές «άγγιξαν την καρδιά πολλών ανθρώπων στο Χονγκ Κονγκ» και ενέπνευσαν την οργάνωση η οποία αποφάσισε ότι είναι καιρός «να ξεσηκωθεί και να δράσει».
Όμως μερικοί φοιτητές εξεπλάγησαν με αυτή την ξαφνική ανακοίνωση και κατηγόρησαν την οργάνωση ότι «παρεμβάλλεται» στις φοιτητικές κινητοποιήσεις.
Το μποϊκοτάζ των σπουδαστών στα μαθήματα των λυκείων και των πανεπιστημίων οργανώθηκε ανεξάρτητα από το κίνημα Occupy Central, το οποίο ξεκίνησε πριν από έναν και πλέον χρόνο.
Εβδομήντα οκτώ διαδηλωτές, περιλαμβανομένων και τριών ηγετών των φοιτητών, συνελήφθησαν την Παρασκευή όταν οι φοιτητές προσπάθησαν να φθάσουν στις πύλες του αρχηγείου της κυβέρνησης.
Δύο από τους τρεις ηγέτες των φοιτητών παραμένυν υπό κράτηση ενώ οι υπόλοιποι διαδηλωτές αφέθηκαν ελεύθεροι, σύμφωνα με τοπικά μέσα ενημέρωσης.
Τουλάχιστον 29 αστυνομικοί και πολίτες τραυματίστηκαν στη διάρκεια των συγκρούσεων κατά την κλιμάκωση των διαδηλώσεων στην κινεζική επαρχία.
Η οργή για τις συλλήψεις είχε ως αποτέλεσμα έως 60.000 επιπλέον διαδηλωτές να συγκλίνουν προς τα κεντρικά γραφεία της κυβέρνησης αρχής γενομένης από το απόγευμα του Σαββάτου, σύμφωνα με τους διοργανωτές.
Μετά τη χρήση δακρυγόνων εναντίον των διαδηλωτών, η Ομοσπονδία Φοιτητών του Χονγκ Κονγκ ανακοίνωσε ότι θα επεκτείνει το μποϊκοτάζ των μαθημάτων «επ' αόριστον».
Ο Τόμι Τσουνγκ, πρόεδρος της φοιτητικής ένωσης του Κινεζικού Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, δήλωσε πως οι ηγέτες των φοιτητών και οι ηγέτες του Occupy Central συμφώνησαν να αρχίσουν την κατάληψη νωρίτερα ώστε να κεφαλαιοποιήσουν το μομέντουμ των φοιτητών.
«Θα μείνουμε κοντά στα κυβερνητικά γραφεία και δεν έχουμε σχέδια να μετακινήσουμε το συλλαλητήριο στη χρηματοοικονομική συνοικία», δήλωσε στο Γερμανικό Πρακτορείο ο Τσουνγκ.
Αστυνομική ανακοίνωση που εκδόθηκε αργά το Σάββατο επαναλάμβανε πως η διαδήλωση κοντά στα κυβερνητικά γραφεία είναι παράνομη.
Το Κεντρικό Γραφείο Συνδέσμου της Λαϊκής Δημοκρατίας στο Χονγκ Κονγκ ανέφερε σε ανακοίνωση που εξέδωσε το βράδυ της Κυριακής πως καταδικάζει έντονα τις «παράνομες» διαδηλώσεις και υποστηρίζει τις προσπάθειες της κυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ να «απαλλαγεί νόμιμα από» την εκστρατεία του Occupy Central.
Το Occupy Central δήλωσε σήμερα ότι έχει δύο αιτήματα: το Πεκίνο να αποσύρει την απόφασή του για τους εκλογικούς νόμους στο Χονγκ Κονγκ και να ξεκινήσει εκ νέου η διαδικασία διαβούλευσης για την πολιτική μεταρρύθμιση.
Τον περασμένο μήνα το ανώτατο νομοθετικό σώμα της Κίνας αποφάσισε να περιορίσει τις υποψηφιότητες για τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας το 2017. Ο υποψήφιος που θα κερδίσει τη λαϊκή ψήφο θα πρέπει να διοριστεί επίσημα από την κεντρική κυβέρνηση προτού αναλάβει καθήκοντα.
Η Βρετανία διαπραγματεύθηκε την αρχή τού «ενός κράτους, δύο συστημάτων» στο πλαίσιο της παράδοσης, το 1997, της διακυβέρνησης του Χονγκ Κονγκ στην Κίνα. Αποδίδει ελευθερίες στους κατοίκους του Χονγκ Κονγκ που δεν δίνονται στους κινέζους πολίτες στην Κίνα και επιτρέπει στο Χονγκ Κονγκ να απολαμβάνει σχετική αυτονομία έως το 2047.