Ο Ναρέντρα Μόντι με τη μητέρα του
Έπειτα από μια κοπιαστική, εντατική προεκλογική εκστρατεία, ένας από τους πιο πολωτικούς πολιτικούς της χώρας, ο ενσαρκωτής της σκληρής πτέρυγας του εθνικιστικού ινδουιστικού κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα (BJP) Ναρέντρα Μόντι, ετοιμάζεται να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της Ινδίας.
Κατά τους οκτώ προηγούμενους μήνες, ο 63χρονος Μόντι, ο πατέρας του οποίου πωλούσε τσάι στο δρόμο, βρισκόταν παντού --σε γιγαντοαφίσες, σε αφίσες σε τοίχους, τρένα, λεωφορεία, στα τηλεοπτικά κανάλια, σε 437 μεγάλες συγκεντρώσεις, ενώ διένυσε 300.000 χιλιόμετρα.
Ένα τηλεοπτικό κανάλι περιέγραψε την προεκλογική εκστρατεία του ως "Η εκστρατεία σοκ και δέους του Ναρέντρα Μόντι".
Λάτρης της γιόγκα και αυστηρά χορτοφάγος, ο Μόντι γεννήθηκε σε μια ταπεινή οικογένεια στο κρατίδιο Γκουτζαράτ και μπήκε από νωρίς στις τάξεις της Ραστρίγια Σουαγιαμσεβάκ Σανγκ (RSS), μιας εθνικιστικής οργάνωσης η οποία ιδρύθηκε με στόχο να κάνει την Ινδία ένα ινδουιστικό έθνος και είναι ιδεολογικά συγγενής του BJP.
Ο δρόμος δεν ήταν εύκολος για τον αμφιλεγόμενο Μόντι, ο οποίος χαίρει ευρέως θαυμασμού για τις διοικητικές ικανότητες και τις φιλικές προς τις επιχειρήσεις πολιτικές του, αλλά θεωρείται από πολλούς μισαλλόδοξη προσωπικότητα και στη διάρκεια της θητείας του ως πρωθυπουργού του Γκουτζαράτ σημειώθηκαν μερικές από τις χειρότερες ταραχές μεταξύ ινδουιστών και μουσουλμάνων.
Από τις ταραχές αυτές, το 2002, είχαν σκοτωθεί περισσότεροι από 1.000 άνθρωποι, κυρίως μουσουλμάνοι. Τα δικαστήρια έχουν μέχρι τώρα απαλλάξει τον Μόντι από οποιαδήποτε ανάμιξη, όμως ένας στενός συνεργάτης του, ο Μάγια Κοντνάνι, φυλακίσθηκε για ταραχές, φόνο και εγκληματική συνωμοσία.
Κατά την προεκλογική εκστρατεία του, ο Μόντι μίλησε λιγότερο για ινδουιστικό εθνικισμό και περισσότερο για την ανάπτυξη που ελπίζει να φέρει ως πρωθυπουργός ακολουθώντας το "μοντέλο" που εφάρμοσε στο Γκουτζαράτ και για το πώς ελπίζει ότι θα εξαλείψει τη διαφθορά.
Το Γκουτζαράτ είναι ένα από τα περισσότερο οικονομικά ευημερούντα κρατίδια της Ινδίας, αν και υπολείπεται σε ορισμένους δείκτες ανθρώπινης ανάπτυξης, όπως στα ποσοστά παιδικής θνησιμότητας και αναλφαβητισμού.
Ωστόσο σε μια περίοδο που η ινδική οικονομία και η αγορά εργασίας είναι στάσιμες, την ώρα που οι τιμές βασικών αγαθών είναι υψηλές και η απερχόμενη κυβέρνηση πλήττεται από οικονομικά σκάνδαλα, η υπόσχεση του Μόντι για ισχυρή ηγεσία και επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης προσέλκυσαν ψηφοφόρους σε όλη τη χώρα.
Οι οπαδοί του θεωρούν πως το γεγονός πως η πολιτική του Μόντι επικεντρώνεται στην ινδουιστική κουλτούρα και το αυταρχικό στυλ του αποτελούν τα καλύτερα προσόντα του για να διαχειριστεί την υπερφορτωμένη γραφειοκρατία της Ινδίας, σε συνδυασμό με τη σχετικά καθαρή προσωπική εικόνα του.
Η ιδιωτική ζωή του παραμένει πάντως ένα μυστήριο.
Δεν αποδέχθηκε ποτέ το προξενιό που οργάνωσαν γι' αυτόν οι γονείς του όταν ήταν παιδί και ζει μόνος στην κατοικία του στο Γκουτζαράτ, όπου δείχνει με υπερηφάνεια στους επισκέπτες τη συλλογή πουλιών του.
Ως νεαρός ενήλικος, είχε περάσει πολλά χρόνια στα Ιμαλάια κάνοντας ένα είδος ταξιδιού μύησης, πριν αφοσιωθεί ψυχή τε και σώματι στο RSS και την πολιτική, κερδίζοντας φήμη δεινού οργανωτή.
Ο Μόντι γεννήθηκε στις 17 Σεπτεμβρίου 1950 στο ναό του Βαντναγκάρ στο Γκουτζαράτ και πέρασε την παιδική ηλικία του βοηθώντας τον πατέρα του να δουλεύει τον πάγκο του με το τσάι. Η οικογένειά του ανήκει σε μια κατώτερη κάστα, αλλά όχι σε κάποια που βρίσκεται στο τελευταίο επίπεδο του αρχαϊκού συστήματος κοινωνικής ιεραρχίας της Ινδίας.
Εντάχθηκε στο BJP στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και κατάφερε να πάρει την εξουσία στο Γκουτζαράτ. Ένα χρόνο αφότου έγινε πρωθυπουργός του κρατιδίου το 2001, το Γκουτζαράτ επλήγη από θρησκευτική βία.
Η κυβέρνηση των ΗΠΑ αρνήθηκε να του χορηγήσει θεώρηση εισόδου και η Βρετανία διέκοψε τις σχέσεις. Όμως καθώς η προσπάθειά του να γίνει ο δεύτερος πρωθυπουργός της Ινδίας από το BJP άρχιζε να κερδίζει έδαφος, η Βρετανία, η ΕΕ, καθώς και οι ΗΠΑ ανανέωσαν τις σχέσεις με τον πρωθυπουργό του Γκουτζαράτ.
Ο Μόντι καλλιέργησε με επιτυχία μια εικόνα ηγέτη που στηρίζει την ανάπτυξη και είναι ικανός στη διοίκηση, καθώς η οικονομική ανάπτυξη ήταν συνεχής στο Γκουτζαράτ, λέει ο Νιλανγιάν Μουχοπαντιάι, ο οποίος έχει γράψει μια βιογραφία του Μόντι, σύμφωνα με το ΑΠΕ.
Μέρος της επιτυχίας του οφείλεται σ' έναν επιδέξιο διαφημιστικό μηχανισμό, ο οποίος υποβαθμίζει τους λιγότερο εντυπωσιακούς δείκτες ανάπτυξης του Γκουτζαράτ, λέει ο Ατζάι Νταντεκάρ, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Σιβ Ναντάρ που έχει την έδρα του στο Νέο Δελχί.
"Είναι σπουδαίος στην κατάστρωση στρατηγικής και έχει στρατιές νέων ανθρώπων που βομβαρδίζουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης", λέει ο βετεράνος δημοσιογράφος ΡΚ Μίσρα. "Έχει ξοδέψει πολλά χρήματα για να διαφημίσει το αναπτυξιακό μοντέλο του Γκουτζαράτ. Οικοδομεί μια οφθαλμαπάτη. Είναι σαν ένας ταχυδακτυλουργός που μπορεί να πουλήσει τα πάντα στον κόσμο".
Στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Μόντι επικέντρωσε στις θέσεις εργασίας, την υποδομή και τη διαφθορά, κάνοντας ευκαιριακές επιθέσεις στο Πακιστάν και τους παράνομους μουσουλμάνους μετανάστες από το Μπανγκλαντές.
"Ορίζει το ινδικό έθνος αποκλειστικά στη βάση της θρησκευτικής ταυτότητας. Γι' αυτόν, η ινδική εθνική υπόσταση ουσιαστικά ταυτίζεται με τον ινδουισμό", λέει ο Μουχοπαντιάι, ο οποίος τον περιγράφει ως μια προσωπικότητα δυναμική, λεπτολόγο και με μνήμη ελέφαντα, αλλά επίσης μισαλλόδοξη, περιστασιακά εκδικητική και αυταρχική.
"Για να πετύχει τις φιλοδοξίες του μπορεί να κάνει τα πάντα", λέει ο Μίσρα. "Κατέστρεψε ολόκληρη την ανώτερη ηγεσία του BJP. Καταστρέφει όλους όσους θεωρεί απειλή".