Ένοχο για δωροδοκία και διαφθορά έκρινε δικαστήριο του Τελ-Αβίβ τον πρώην πρωθυπουργό του Ισραήλ, Εχούντ Όλμερτ.
Η υπόθεση αφορά σκάνδαλο ακινήτων και κρίθηκε ένοχος δωροδοκίας, μια κατηγορία που βαρύνει για πρώτη φορά πρωθυπουργό του Ισραήλ.
Σύμφωνα με το τηλεοπτικό δίκτυο Channel 1, ο Ολμερτ κρίθηκε ένοχος για δωροδοκίες που έλαβε και έδωσε σε δύο χωριστές υποθέσεις, η μια μεταξύ αυτών έχει σχέση με το τεράστιο σκάνδαλο Holyland, της κατασκευής ενός πολύ μεγάλου συγκροτήματος στην Ιερουσαλήμ, την εποχή που ήταν δήμαρχος της πόλης (1993-2000).
Ο Ολμερτ αρνήθηκε οποιαδήποτε παρανομία στην υπόθεση Holyland και άλλες καταγγελίες περί διαφθοράς.
Θεωρείτο από το 2000 βασικός ύποπτος στην υπόθεση αυτή. Φέρεται, σύμφωνα με το κατηγορητήριο, να έλαβε 750.000 σέκελ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου σε 156.000 ευρώ.
Ο δικαστής Νταβίντ Ρόζεν στην ετυμηγορία του δήλωσε ότι ο Ολμερτ είπε ψέματα στο δικαστήριο και ότι η υπόθεση "ανέδειξε τις όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις που είχε λάβει η διαφθορά στην κυβέρνηση όλα αυτά τα χρόνια", με δωροδοκίες που δίνονταν σε αξιωματούχους του δημοσίου.
Το Σεπτέμβριο του 2012, ο Ολμερτ καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλάκιση με αναστολή και την επιβολή προστίμου γιατί είχε κριθεί ένοχος για κατάχρηση εμπιστοσύνης στην υπόθεση "Κέντρο Επενδύσεων". Ωστόσο τον ίδιο χρόνο κρίθηκε αθώος βαρύτερων κατηγοριών σε ξεχωριστές υποθέσεις που αφορούσαν τις σχέσεις του με αμερικανό επιχειρηματία ενώ ο ίδιος ήταν δήμαρχος της Ιερουσαλήμ και αργότερα υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας.
Η ετυμηγορία σημαίνει πιθανότατα το τέλος της πολιτικής σταδιοδρομίας του Ολμπερτ ο οποίος μπορεί να καταδικαστεί σε φυλάκιση.
Ένας από τους 13 κατηγορουμένους στην υπόθεση Holyland, ο επί πολλά χρόνια συνεργάτης του Ολμερτ Σούκα Ζάκεν προσφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα να καταθέσει ως μάρτυρας κατηγορίας.
Ο Ολμερτ έγινε πρωθυπουργός το Μάρτιο του 2006, διαδεχόμενος τον Αριέλ Σαρόν, τον πρώην ισχυρό άνδρα της δεξιάς που πείστηκε να ιδρύσει το κεντρώο κόμμα Καντίμα το Νοέμβριο του 2005. Αρχηγός του Καντίμα έως το 2008, ο Ολμερτ αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την ηγεσία του κόμματος και της κυβέρνησης λόγω της εμπλοκής του ονόματός του σε υποθέσεις διαφθοράς. Ωστόσο είχε παραμείνει ως υπηρεσιακός πρωθυπουργός έως τις βουλευτικές εκλογές του 2009 που έφεραν στην εξουσία τον Μπενιαμίν Νετανιάχου.
Ως πρωθυπουργός κήρυξε πόλεμο εναντίον της σιιτικής Χεζμπολάχ στο Λίβανο το 2006 και στη Λωρίδα της Γάζας το 2008. Είχε προωθήσει τις διαπραγματεύσεις με τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής Μαχμούντ Αμπάς και είχε προτείνει την αποχώρηση των Ισραηλινών από μεγάλο μέρος της κατεχόμενης Δυτικής Όχθης με στόχο την επίτευξη τελικής ειρηνευτικής συμφωνίας. Αργότερα και οι δύο πολιτικοί δήλωσαν ότι είχε επιτευχθεί σημαντική πρόοδος στις συνομιλίες. Ωστόσο δεν επιτεύχθηκε συμφωνία.