Προστατεύεται η έγκυος εργαζόμενη από το νόμο; Πότε ο εργοδότης της μπορεί να την απολύσει; Η δικηγόρος Αναστασία Τσακατούρα, από το δικηγορικό γραφείο ΚΤ Legal, εξηγεί:
Για την προστασία των δικαιωμάτων της εγκύου γυναίκας έχει θεσπιστεί από τον Έλληνα νομοθέτη μια σειρά διατάξεων, οι οποίες ουσιαστικά δημιουργούν μια ασπίδα προστασίας της γυναίκας κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά και μετά τον τοκετό. Η κατά τα ανωτέρω προστασία είναι θεμελιώδης σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα της γυναίκας στον εργασιακό χώρο γενικότερα καθώς και την προστασία της μητρότητας.
Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1483/1984, όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει, η οποιαδήποτε καταγγελία της σχέσης εργασίας εργαζόμενης από τον εργοδότη της είτε κατά την περίοδο που εκείνη κυοφορεί, είτε εντός 18 μηνών μετά τον τοκετό, καθίσταται παράνομη και παντελώς άκυρη, εκτός των περιπτώσεων που υφίσταται σπουδαίος λόγος για την καταγγελία.
Η ύπαρξη ή η ανυπαρξία σπουδαίου λόγου για την καταγγελία οιασδήποτε σύμβασης εναπόκειται στην κρίση των αρμόδιων Δικαστηρίων και ελέγχεται φυσικά για καταχρηστικότητα.
Αν και σε γενικές γραμμές «σπουδαίος λόγος» θεωρείται οποιοδήποτε περιστατικό κατά αντικειμενική κρίση ξεπερνά την ανεκτικότητα του επιλαχόντος εργοδότη, σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι τα Δικαστήρια είναι γενικώς απρόθυμα σε ευρείες ερμηνείες της έννοιας αυτής, ιδίως, σε ό,τι αφορά γυναίκες σε εγκυμοσύνη ή λοχεία.
Μερικά παραδείγματα σπουδαίων λόγων καταγγελίας της σχέσης εργασίας εργαζόμενης εγκύου θα μπορούσαν να είναι λ.χ. α) η μη υπακοή στις οδηγίες του εργοδότη, β) η ουσιώδης παράβαση των συμβατικών υποχρεώσεων εκ μέρους της εργαζομένης η οποία έχει προκαλέσει βλάβη στον εργοδότη, γ) η διακοπή λειτουργίας της εργοδότριας επιχείρησης.
Σύμφωνα το άρθρο 15 του ν. 1483/1984, η έγκυος εργαζόμενη προστατεύεται από το νόμο ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν έχει ανακοινωθεί στον εργοδότη η ύπαρξη της εγκυμοσύνης κατά τον χρόνο διενέργειας της καταγγελίας σύμβασης εργασίας.
Τονίζεται ότι η προστασία της μητρότητας από τυχόν καταγγελία της σύμβασης εργασίας της μητέρας ισχύει ακόμα και στην περίπτωση που η σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δίκαιου κριθεί από τα δικαστήρια ως άκυρη.
Περαιτέρω, όπως κρίθηκε με την υπʼ αριθμ. 1362/09 απόφαση του Άρειου Πάγου, η προστασία του νόμου επεκτείνεται ακόμα και στην περίπτωση που το κυοφορούμενο έμβρυο γεννηθεί νεκρό ή καταλήξει λίγο μετά τον τοκετό. Σύμφωνα με την ανωτέρω απόφαση απαγορεύεται να απολυθεί οποιαδήποτε μητέρα για χρονικό διάστημα ενός έτους μετά τον τοκετό ή κατά την απουσία της για μεγαλύτερο χρόνο λόγω ασθενείας που οφείλεται στην κύηση ή τον τοκετό, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου το κυοφορούμενο γεννηθεί νεκρό.
Σε περίπτωση που ο εργοδότης αρνείται την προσφορά εργασίας εργαζομένης, η οποία προστατεύεται από τις ανωτέρω διατάξεις του νόμου, αυτός καθίσταται υπερήμερος απέναντί της, οφείλει δηλαδή στην εργαζόμενη μισθούς και ό,τι άλλο θα ελάμβανε (πχ επιδόματα και δώρα) εάν αποδεχόταν την εργασία της ως όφειλε.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονισθεί ότι η ακυρότητα της καταγγελίας της σύμβασης εργασίας κρίνεται από τα Δικαστήρια, στα οποία η εργαζόμενη θα πρέπει να προσφύγει άμεσα, δεδομένου ότι σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 του Ν. 3198/1955, κάθε αξίωση εργαζομένου, η οποία πηγάζει από άκυρη καταγγελία συμβάσεως, είναι απαράδεκτη, εφόσον η αγωγή δεν κοινοποιηθεί εντός τριμήνου από τη λύση της σύμβασης.
Επομένως, είναι κρίσιμο η εργαζόμενη να προχωρήσει εντός 3 μηνών από την απόλυση της σε άσκηση αγωγής, με την οποία θα ζητάει την αναγνώριση της ακυρότητας της απόλυσης αυτής καθώς και μισθούς υπερημερίας, αλλιώς κινδυνεύει να απολέσει τα παρεχόμενα από το νόμο δικαιώματά της.