Έχει συνταξιοδοτικό δικαίωμα εκ του συζύγου της η επιζώσα εν διαστάσει σύζυγος; Το ερώτημα που έχει τεθεί πολλάκις σε πολλές γυναίκες είναι εάν δικαιούνται να λάβουν σύνταξη κατά μεταβίβαση από τον θανόντα σύζυγό τους, σε περίπτωση που έχουν ήδη υποβάλει αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού ή σε περίπτωση που ο σύζυγός τους πριν πεθάνει με διαθήκη τις έχει αποκληρώσει, με αποτέλεσμα να μη δικαιούνται νόμιμη μοίρα και να μην καλούνται ως αναγκαία κληρονόμος στην κληρονομική διαδοχή. Η δικηγόρος Όλγα Ντόβα, η οποία ειδικεύεται στον τομέα του Οικογενειακού και Κληρονομικού Δικαίου εξηγεί.
Το βασικό ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί προκειμένου να κριθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα της επιζώσας εν διαστάσει συζύγου να λάβει σύνταξη κατά μεταβίβαση από τον θανόντα σύζυγό της είναι εάν ο γάμος της με τον θανόντα σύζυγό της όντως έχει λυθεί με διαζύγιο ή όχι. Η λύση του γάμου με διαζύγιο επέρχεται μόνο αφού γίνει αμετάκλητη η περί αυτού δικαστική απόφαση. Το άρθρο 1438 του Αστικού Κώδικα ειδικότερα ορίζει ότι ο γάμος μπορεί να λυθεί με διαζύγιο. Το διαζύγιο απαγγέλλεται με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στα άρθρα 1439-1441 του Αστικού Κώδικα. Τέλος το άρθρο 604 ΚΠολΔ ορίζει ότι: "Στις διαφορές που αναφέρονται στο άρθρο 592 παρ. 1, αν πεθάνει ο ένας από τους διαδίκους πριν γίνει η απόφαση αμετάκλητη η δίκη καταργείται ως προς το κύριο αντικείμενο της...". Ειδικότερα, όταν εγείρεται αγωγή διαζυγίου λόγω ισχυρού κλονισμού της έγγαμης συμβίωσης των δύο συζύγων, αντικείμενο της δίκης αυτής δεν είναι η διάγνωση του λόγου του διαζυγίου αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. Συνεπώς, η λύση του γάμου στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να γίνει μόνο με δικαστική απόφαση, η οποία πρέπει να έχει καταστεί αμετάκλητη, ως εκ τούτου, αποκλείεται η επίκληση της μεταβολής της έννομης σχέσης, χωρίς την έκδοση της απόφασης αυτής. Αν όμως πριν το αμετάκλητο της απόφασης, επέλθει ο θάνατος ενός των διαδίκων συζύγων καταργείται η περί διαζυγίου δίκη και δε νοείται μετά από αυτόν η με διαζύγιο λύση του.
Συνεπώς, εφόσον δεν έχει επέλθει η λύση του γάμου με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η επιζώσα εν διαστάσει σύζυγος θεωρείται ακόμη σύζυγος και ως εκ τούτου χήρα του θανόντος συζύγου για το συνταξιοδοτικό δίκαιο, το οποίο ως ειδικότερο υπερισχύει των γενικότερων διατάξεων του Αστικού Κώδικα, αφού όταν πρόκειται για κοινωνικοασφαλιστικά δικαιώματα (όπως η αίτηση για κανονισμό σύνταξης από μεταβίβαση), αυτά γεννώνται μεν με το θάνατο του κληρονόμου, ασκούνται όμως όχι βάσει της κληρονομικής διαδοχής αλλά "ιδίω δικαίω" με τις προϋποθέσεις και τους όρους που ορίζει ο εκάστοτε εφαρμοστέος συνταξιοδοτικός νόμος. Έτσι, λοιπόν, η επιζώσα εν διαστάσει σύζυγος θεωρείται χήρα σύζυγος κατά την έννοια του συνταξιοδοτικού κώδικα, δικαιούται να λάβει σύνταξη από μεταβίβαση από το θανόντα σύζυγό της (όπως λ.χ. αναφέρει το άρθρο 1 παρ. 1 περ. α του ΠΔ/τος 169/2007, ΦΕΚ Α΄ 210 του «Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων). Το γεγονός ότι με βάση τη διαθήκη του ο αποβιώσας αποκλήρωσε την πρώην σύζυγό του, ώστε αυτή να στερηθεί της νόμιμης μοίρας και να μην καλείται ως αναγκαία κληρονόμος στην κληρονομική του διαδοχή, με συνέπεια την εικαζόμενη βούληση του συζύγου κληρονομούμενου για τη λύση του γάμου, δεν επηρεάζει εν προκειμένω το συνταξιοδοτικό δικαίωμα της χήρας συζύγου, η οποία λαμβάνει κανονικά σύνταξη κατά μεταβίβαση από τον θανόντα σύζυγό της (ΕλΣυν Ολ απόφ. 416/2002).