Ο γάμος με αλλοδαπό μπορεί να λυθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια; Η δικηγόρος Αθηνών Όλγα Ντόβα, η οποία ασχολείται με θέματα Οικογενειακού Δικαίου, από το ομώνυμο δικηγορικό της γραφείο εξηγεί.
Εν όψει της παγκοσμιοποίησης της αγοράς και της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, όλο και συχνότερα είναι τα φαινόμενα των "διεθνών" γάμων που παρατηρούνται στη χώρα μας, των γάμων δηλαδή που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είτε ως προς το πρόσωπο των συζύγων, όταν δηλαδή ο ένας εκ των δύο συζύγων είναι αλλοδαπός και όχι Έλληνας υπήκοος, είτε προς τον τόπο διαμονής/κατοικίας τους, όταν δηλαδή ο ένας εκ των δύο εμπλεκομένων μερών έχει τη μόνιμη διαμονή του στο εξωτερικό και όχι στην Ελλάδα. Το ποσοστό τέτοιων γάμων που εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας είναι ολοένα και αυξανόμενο στη χώρα μας, γι’ αυτό και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής, δεδομένου μάλιστα ότι συνδέεται αρρήκτως και με ένα αντιστοίχως αυξανόμενο ποσοστό διαζυγίων.
Η κρίσιμη, λοιπόν, ερώτηση είναι κατά πόσο ένας "διεθνής" γάμος, δηλαδή ένας γάμος που εμφανίζει στοιχεία αλλοδαπότητας, είτε ως προς το υποκείμενό του (ξένη υπηκοότητα ενός εκ των συζύγων ) είτε ως προς τον τόπο διαμονής ενός εκ των υποκειμένων (διαμονή στο εξωτερικό), μπορεί να λυθεί σε επίπεδο Ελληνικών Δικαστηρίων, αν δηλαδή διαθέτουν τα τελευταία διεθνή δικαιοδοσία.
Ο ΚΠολΔικ. θέτει έναν γενικό κανόνα τοπικής αρμοδιότητας στο άρθρο 3, δυνάμει του οποίου: "Στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων υπάγονται Έλληνες και αλλοδαποί, εφόσον υπάρχει αρμοδιότητα ελληνικού δικαστηρίου", το οποίο σημαίνει ότι εφόσον ο εναγόμενος κατοικεί στην Ελλάδα, αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής διαζυγίου του είναι το κατά τόπον αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας της κατοικίας του εναγομένου. Αυτός είναι ο κανόνας της γενικής δωσιδικίας, σύμφωνα με την οποία ως τοπικά αρμόδια ορίζονται τα Δικαστήρια της περιφέρειας της κατοικίας του εναγομένου, ο οποίος έρχεται να συμπληρωθεί από τον κανόνα της ειδικής συντρέχουσας δωσιδικίας του άρθρου 39 του ΚΠολΔικ., σύμφωνα με τον οποίο κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο για την εκδίκαση μίας αγωγής διαζυγίου (γαμικές διαφορές) δεν είναι μόνο το Δικαστήριο της περιφέρειας του εναγομένου αλλά και το Δικαστήριο που βρίσκεται στην περιφέρεια της τελευταίας κοινής διαμονής των συζύγων.
Εκτός των δύο παραπάνω επιλογών, δίνεται εκ του νόμου και τρίτη δυνατότητα θεμελίωσης δικαιοδοσίας των Ελληνικών Δικαστηρίων, με βάση το κριτήριο της ιθαγένειας. Η διάταξη του άρθρου 612 ΚΠολΔ τίθεται από τον Έλληνα νομοθέτη ως συμπληρωματική της διάταξης του γενικού κανόνα του άρθρου 3, με τη θεμελίωση της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί γαμικών διαφορών, ελλείψει τοπικής αρμοδιότητας ελληνικού δικαστηρίου, να στηρίζεται στο σύνδεσμο της ιθαγένειας. Σε μία προσπάθεια τόνωσης του δεσμού της ομογένειας με την πατρίδα της, η διάταξη αυτή θεμελιώνει δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων, εφόσον ο ένας εκ των συζύγων ή και οι δύο, έχει την ελληνική ιθαγένεια, ανεξάρτητα από τον τόπο της κατοικίας του/τους ή την τελευταία κοινή διαμονή τους. Το ίδιο ισχύει εάν ένας εκ των συμβαλλομένων είχε την ελληνική ιθαγένεια κατά την τέλεση του γάμου και την απέβαλε λόγω αυτού. Σε περίπτωση δε πολλαπλής ιθαγένειας ενός συζύγου, επικρατεί η ελληνική ιθαγένεια, όπως εξάλλου τούτο προβλέπεται από το άρθρο 31 παρ.1 του ΑΚ.
Ένα τελευταίο ερώτημα που μένει να απαντηθεί είναι εάν μπορούν τα Ελληνικά Δικαστήρια να λύσουν έναν γάμο με συναινετικό διαζύγιο. Επειδή η αίτηση συναινετικού διαζυγίου δεν εμπίπτει στις γαμικές διαφορές, εφόσον εκδικάζεται κατά την εκουσία δικαιοδοσία, σ’ αυτήν την περίπτωση δεν βρίσκουν εφαρμογή όλα τα παραπάνω, παρά μόνο ο κανόνας της γενικής δωσιδικίας του άρθρου 3 του ΚΠολΔικ. σε συνδυασμό με το άρθρο 741 του ΚΠολΔικ. Δηλαδή κρίσιμο είναι αμφότεροι οι σύζυγοι να έχουν τη μόνιμη κατοικία τους στην Ελλάδα (ΜονΠρωτΑθ 211/1990).
Συμπληρωματικά και επικουρικά, ο Κανονισμός 2201/2003 (κοινοτικό δίκαιο) σε μία προσπάθεια να ανεξαρτητοποιήσει τη δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων από την ελληνική ιθαγένεια στις γαμικές διαφορές παρατηρούμε ότι εισάγει καινοτομίες, οι οποίες ως ειδικότερες έχουν άμεση εφαρμογή και πολλάκις υπερτερούν των γενικών κανόνων του Κ.Πολ.Δικ. (εσωτερικό δίκαιο).
O Κανονισμός, λοιπόν, προβλέπει ότι όσον αφορά στη διεθνή δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων επί γαμικών διαφορών, η τελευταία υπάρχει, όταν οι δυο σύζυγοι είναι αλλοδαποί, με κοινή όμως συνήθη διαμονή στην Ελλάδα, ακόμη κι αν δεν αναγνωρίζεται δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων κατά το εσωτερικό δίκαιο. Οι διατάξεις του Κανονισμού εκτοπίζουν δηλαδή τη ρύθμιση του άρθρου 611 εδ. α’ ΚΠολΔ. Επίσης, αντίστοιχα υπάρχει διεθνής δικαιοδοσία των Ελληνικών Δικαστηρίων όταν ο ένας από τους συζύγους είναι Έλληνας ή ήταν κατά την τέλεση του γάμου και απέβαλε λόγω του γάμου την ελληνική ιθαγένεια, ενώ ο άλλος σύζυγος είναι υπήκοος τρίτης χώρας και δεν υφίσταται ο σύνδεσμος της συνήθους διαμονής με άλλο κράτος-μέλος (612 ΚΠολΔ).
Στην πράξη τα Ελληνικά Δικαστήρια εμφανίζουν την τάση να στηρίζουν τη διεθνή δικαιοδοσία τους για την εκδίκαση γαμικών διαφορών είτε στο άρθρο 612 ΚΠολΔ είτε να παραβλέπουν το εύρος ισχύος του Κανονισμού 2201/2003, παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει εφαρμοστεί πολλάκις σε εύρος αποφάσεων. Παραμένει δηλαδή εν τέλει, ακλόνητη η εμπιστοσύνη της ελληνικής νομολογίας στο συνδετικό στοιχείο της ιθαγένειας.