Η αποστροφή των ανθρώπων για την σε βάρος τους ανισότητα, δηλαδή να έχουν λιγότερα από τους άλλους, εμφανίζεται νωρίς στην παιδική ηλικία και είναι καθολικό φαινόμενο σε όλους τους πολιτισμούς.
Όμως η αντίστοιχη αποστροφή για την σε βάρος των άλλων ανισότητα, δηλαδή να θεωρεί κάποιος άδικο το να έχει περισσότερα από τους άλλους, εμφανίζεται αργότερα στα παιδιά και μόνο σε μερικούς πολιτισμούς, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα.
Οι ερευνητές, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό "Nature", με επικεφαλής τον αναπληρωτή καθηγητή Φίλιξ Γουόρνεκεν του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και τον επίκουρο καθηγητή Πίτερ Μπλέικ του Πανεπιστημίου της Βοστώνης, μελέτησαν την ανάδυση του αισθήματος δικαιοσύνης και ισότητας σε 866 ζεύγη παιδιών ηλικίας τεσσάρων έως 15 ετών, από επτά χώρες με σημαντικές πολιτισμικές διαφορές μεταξύ τους (ΗΠΑ, Καναδάς, Ινδία, Μεξικό, Περού, Σενεγάλη, Ουγκάντα).
Τα παιδιά κλήθηκαν ανά ζεύγη να παίξουν ένα παιγνίδι-πείραμα, στο οποίο έπρεπε να δεχτούν ή να απορρίψουν την -προκαθορισμένη από τους ερευνητές- κατανομή ανάμεσα τους διαφόρων αντικειμένων. Υπήρχαν διαδοχικοί «γύροι» και σκοπίμως η μοιρασιά (π.χ. γλυκών) ευνοούσε πότε το ένα παιδί και πότε το άλλο, σε διαφορετικό βαθμό ανισοκατανομής.
Το αίσθημα ισότητας -όπου ένας άνθρωπος δέχεται να θυσιάσει κάποια αποκτήματά του προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη δικαιοσύνη στην μοιρασιά με τους άλλους- παίζει καθοριστικό ρόλο στις κοινωνίες και κάνει την εμφάνισή του ήδη από την παιδική ηλικία.
Η νέα μελέτη έδειξε ότι το αίσθημα του «αδικημένου» -αυτού που δεν θέλει να παίρνει λιγότερα από τους άλλους- αναπτύσσεται σε μικρότερη ηλικία (από τα τέσσερα έως τα δέκα έτη) σε όλες τις κοινωνίες, άρα είναι πιο ενδόμυχο.
Από την άλλη, το αίσθημα απάρνησης των προνομίων (όταν δεν θέλει κάποιος να έχει περισσότερα από τους άλλους και αποστρέφεται την αδικία όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για τους άλλους), εμφανίζεται σε πιο προχωρημένη ηλικία -μετά τα οκτώ έτη- και όχι σε όλες τις κοινωνίες. Αυτό, κατά τους επιστήμονες, σημαίνει ότι επηρεάζεται περισσότερο από πολιτισμικούς παράγοντες (στη συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίσθηκε μόνο στα παιδιά από τον Καναδά, τις ΗΠΑ και την Ουγκάντα).