Οι υπέρβαρες και παχύσαρκες γυναίκες (τόσο πριν όσο και μετά την εγκυμοσύνη) αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να χάσουν το μωρό τους, όπως αποκαλύπτει νέα επιστημονική έρευνα Αμερικανών και Σουηδών επιστημόνων.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ερευνητών, τουλάχιστον ένας στους δέκα θανάτους βρεφών (ποσοστό 11%) οφείλεται στο γεγονός ότι η έγκυος μητέρα είναι υπέρβαρη ή παχύσαρκη. Τις καλύτερες πιθανότητες για μια φυσιολογική γέννα έχουν οι γυναίκες με φυσιολογικό βάρος πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στα πειράματα κατατάχθηκαν σε κατηγορίες ανάλογα με το δείκτη σωματικής μάζας τους στην αρχή της εγκυμοσύνης: λιποβαρείς (κάτω του 18,5), φυσιολογικό βάρος (18,5 έως 25), υπέρβαρες (25 έως 30), παχύσαρκες πρώτου βαθμού (30 - 35), παχύσαρκες δευτέρου βαθμού (35 - 40) και παχύσαρκες τρίτου βαθμού (άνω του 40). Ο δείκτης προκύπτει από τη διαίρεση του βάρους σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα (π.χ. 65 κιλά δια 1,60 μέτρα Χ 1,60 μέτρα=25,4).
Συνολικά καταγράφηκαν 5.428 θάνατοι στη διάρκεια της μελέτης (ποσοστό βρεφικής θνησιμότητας 2,9 ανά 1.000). Τα δύο τρίτα των θανάτων συνέβησαν μέσα στις πρώτες 28 ημέρες ζωής του παιδιού.
Η στατιστική ανάλυση έδειξε ότι υπάρχει σαφής συσχέτιση ανάμεσα στο βάρος της εγκύου και στον κίνδυνο θανάτου του μωρού της. Έτσι, ενώ για τις γυναίκες με φυσιολογικό βάρος οι θάνατοι των μωρών ήσαν 2,4 ανά 1.000 παιδιά, στις πιο παχύσαρκες γυναίκες (τρίτου βαθμού) το ποσοστό θανάτων ήταν περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερο (5,8 θάνατοι ανά 1.000 παιδιά).
Οι συνήθεις αιτίες θνησιμότητας των μωρών είναι γενετικές, ασφυξία, λοιμώξεις, σύνδρομο αιφνίδιου θανάτου κ.α.
Οι ερευνητές έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό "British Medical Journal".