Το φαινόμενο της ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού ή αλλιώς μπούλινγκ έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Τα πολλά και επαναλαμβανόμενα κρούσματα καταδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος κι έχουν ειπωθεί πολλά για το πώς μπορεί ο γονιός να το διαγνώσει εγκαίρως και να προστατεύσει το παιδί του.
Εξίσου άσχημα είναι τα πράγματα και από την πλευρά του θύτη, του παιδιού δηλαδή που χρησιμοποιεί τη βία (λεκτική και σωματική) προκειμένου να επιβληθεί, να χλευάσει και να αναδειχθεί. Υπολογίζεται ότι 1 στους 4 εφήβους που ασκούν μπούλινγκ θα αντιμετωπίσουν προβλήματα με το νόμο στην ενήλικη ζωή τους. Μέσα στο σχολικό περιβάλλον, τα παιδιά αυτά σταδιακά απομονώνονται, καθώς η παρουσία τους προκαλεί φόβο, χάνουν τους φίλους τους, στιγματίζονται και σε πολλές περιπτώσεις οδηγούνται σε κατάθλιψη.
Οι νεαροί θύτες παρουσιάζουν επιθετικότητα, αρνητισμό και χαμηλές σχολικές επιδόσεις. Δείχνουν απάθεια, αδιαφορία για τους άλλους και στις περισσότερες περιπτώσεις είναι παιδιά μειωμένης αποδοχής και χαμηλών κοινωνικών δεξιοτήτων. Πίσω από το προσωπείο του "σκληρού" που προσπαθούν να υποστηρίξουν, κρύβονται αδύναμα και ανασφαλή άτομα, χωρίς αυτοπεποίθηση, τα οποία έχουν βιώσει επανειλημμένα την απόρριψη και πασχίζουν να αναδειχθούν στη σχολική κοινότητα προκαλώντας προβλήματα σε άλλους. Πολύ συχνά έχουν πέσει οι ίδιοι θύματα βίας, συνήθως ενδοοικογενειακής, και ως επί το πλείστον προέρχονται από οικογένειες που δεν παρέχουν θαλπωρή και ασφάλεια.
Το παιδί-θύτης, όσο και το παιδί-θύμα, χρειάζεται έγκαιρη υποστήριξη από την οικογένειά του, από το σχολείο του και από ειδικευμένους ψυχολόγους, προκειμένου να διερευνηθούν τα αίτια της συμπεριφοράς του, να αναλυθούν και να λάβει τη σωστή περίθαλψη. Δεν παύει να είναι ένα παιδί που προφανώς αντιμετωπίζει προβλήματα και δικαιούται εξειδικευμένη φροντίδα για να βοηθηθεί και να τα λύσει, όσο εφικτό είναι αυτό.