Με τον όρο διγλωσσία αναφερόμαστε σε ένα παιδί που ανατρέφεται με δύο γλώσσες, είτε διότι οι γονείς του έχουν διαφορετική μητρική γλώσσα και ο καθένας μιλάει στη δική του με το παιδί ή διότι επιλέγουν ένα τρίτο πρόσωπο να περνάει πολλές ώρες μαζί του, μιλώντας του σε μια δεύτερη γλώσσα με στόχο να τη χρησιμοποιεί άψογα. Η διαδικασία ενδέχεται να παρουσιάσει κάποιες δυσκολίες για το παιδί, αλλά και για τους γονείς, με αποτέλεσμα η προσπάθεια εκμάθησης δεύτερης γλώσσας συχνά να εγκαταλείπεται. Οι δυσκολίες αυτές συνοψίζονται στους εξής 4 μύθους για τα δίγλωσσα παιδιά:
1. Η διγλωσσία οδηγεί σε σύγχυση τα παιδιά
Αρκετοί γονείς πιστεύουν ότι αν το παιδί τους μεγαλώνει σε περιβάλλον όπου χρησιμοποιούνται δύο γλώσσες, θα οδηγηθεί σε σύγχυση μη μπορώντας να τις διαχωρίσει. Η συγγραφέας του βιβλίου "Raising a Bilingual Child", Barbara Zurer Pearson, υποστηρίζει ότι ακόμα και από τις πρώτες του ημέρες στη ζωή, ένα βρέφος είναι σε θέση να ταξινομήσει τους ήχους των λέξεων με τέτοιο τρόπο, ώστε να ξεχωρίζει τις γλώσσες, ειδικά στην περίπτωση κατά την οποία οι γλώσσες διαφέρουν ηχητικά κατά πολύ, π.χ. Γαλλικά και Αραβικά. Όταν οι δύο γλώσσες μοιάζουν, όπως για παράδειγμα τα Αγγλικά και τα Ολλανδικά, τα βρέφη ενδεχομένως να δυσκολευτούν να τις διαχωρίσουν. Μια δυσκολία που όμως εξαλείφεται προοδευτικά μέχρι τον 6ο μήνα.
2. Τα δίγλωσσα παιδιά καθυστερούν να μιλήσουν
Εν μέρει ισχύει αυτή η παραδοχή, αν και η καθυστέρηση είναι μικρής διάρκειας και δεν αποτελεί τον κανόνα. Δυστυχώς, οι γονείς που ανησυχούν για την ανάπτυξη λόγου του παιδιού τους, τις περισσότερες φορές οδηγούνται στην απόφαση να εγκαταλείψουν τη μία γλώσσα. Σύμφωνα με την Ellen Stubbe Kester, πρόεδρο του Ινστιτούτου Διγλωσσίας στο Ώστιν των Η.Π.Α., ακόμα και αν ένα παιδί που μεγαλώνει σε δίγλωσσο περιβάλλον έχει διαγνωστεί με αναπτυξιακή καθυστέρηση λόγου, δεν τεκμηριώνεται επιστημονικά ότι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι είναι δίγλωσσο.
3. Τα δίγλωσσα παιδιά καταλήγουν να μπερδεύουν τις δύο γλώσσες
Συνήθως μία από τις δύο γλώσσες κυριαρχεί και χρησιμοποιείται περισσότερο, με το παιδί να δανείζεται συχνά λέξεις από την κυρίαρχη γλώσσα για να καλύψει ατέλειες και ελλείψεις στο λεξιλόγιό του της ασθενέστερης γλώσσας. Είναι αναμενόμενο και προσωρινό το φαινόμενο αυτό, καθώς όσο το παιδί εξασκείται και στις δύο γλώσσες, θα τις τελειοποιήσει. Η Pearson υποστηρίζει ότι οι ενήλικες που έχουν δύο μητρικές γλώσσες, συνηθίζουν να χρησιμοποιούν αυθόρμητα ανάμεικτες λέξεις ή ακόμα και να προσαρμόζουν λέξεις από τη μία γλώσσα με τέτοιο τρόπο ώστε να χρησιμοποιούνται στην άλλη.
4. Δεν απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια για να κατακτηθεί η δεύτερη γλώσσα
Η ιδανική ηλικία για την εκμάθηση δεύτερης γλώσσας είναι μέχρι 3 ετών, αν και έρευνες δείχνουν ότι ο ρυθμός αφομοίωσης παραμένει πολύ υψηλός ακόμα και μέχρι τα 8 έτη του παιδιού. Αν και ισχύει ότι όσο πιο νωρίς έρθει σε επαφή με δεύτερη γλώσσα, τόσο ευκολότερα τη μαθαίνει, δε μπορούμε να έχουμε απαιτήσεις από ένα νήπιο 2 ετών να μάθει Αγγλικά βλέποντας μόνο Αγγλικά κινούμενα σχέδια. Πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει δομημένη και συστηματική προσπάθεια από τους γονείς, οι οποίοι πρέπει να τηρούν την αρχή "ο καθένας τη γλώσσα του", έτσι ώστε να βοηθούν ευθύς εξαρχής το παιδί να κάνει τους σωστούς διαχωρισμούς και να αγαπήσει και τις δύο γλώσσες.