Η επιθετικότητα κατά τη διάρκεια της νηπιακής ηλικίας καθορίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό από γενετικούς παράγοντες παρά από περιβαλλοντικούς (σπίτι, σχολείο, παιδική χαρά), σύμφωνα με μελέτη που διεξήγαγε o επικεφαλής καθηγητής του τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ, Eric Lacourse σε συνεργασία με το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Sainte-Justine.
O Lacourse, για την τεκμηρίωση της θεωρίας του, κατέγραψε και ανέλυσε τη συμπεριφορά μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων. Η μελέτη έδειξε ότι η φυσική επιθετικότητα ξεκινά να αναπτύσσεται από τη βρεφική ηλικία και κορυφώνεται μεταξύ 2 και 4 ετών, με σημαντικές διαφορές τόσο στη συχνότητα όσο και στην ένταση, ανά εξεταζόμενη περίπτωση.
Η ομάδα επιστημόνων υπό των Lacourse ανέλυσε τρία μοντέλα για να διαπιστώσει το βαθμό επιρροής των γονιδίων και του περιβάλλοντος στη νηπιακή επιθετικότητα. Κατά το πρώτο μοντέλο, η βασική υπόθεση είναι η ισοδύναμη επίδραση και των δύο παραγόντων, κατά το δεύτερο εξετάζεται ο ρόλος συγκεκριμένων γονιδίων και, τέλος, το τρίτο μοντέλο, το οποίο ο Lacourse ονομάζει "μοντέλο γενετικής ωρίμανσης", λαμβάνει υπόψη τη χρονική διάρκεια της επιρροής, εστιάζοντας στο ότι η περιβαλλοντική επίδραση φθίνει με την πάροδο των ετών. Με άλλα λόγια, κατά το "μοντέλο γενετικής ωρίμανσης", καθώς το παιδί μεγαλώνει, αυξάνεται η επίδραση των γονιδίων που προσδιορίζουν τη συμπεριφορά του και ο ρόλος του περιβάλλοντος σταδιακά εξασθενεί.
Για τη μελέτη, που έλαβε χώρα από το 1995 έως το 1998, χρησιμοποιήθηκε δείγμα 667 διδύμων. Οι μητέρες κλήθηκαν να βαθμολογήσουν την επιθετικότητα των παιδιών τους στις ηλικίες των 20, 32 και 50 μηνών, όπως αυτή εκδηλωνόταν μέσω χτυπημάτων με τα χέρια και τα πόδια, δαγκωμάτων και σωματικής πάλης. Τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαίωσαν μερικώς το δεύτερο μοντέλο, ότι δηλαδή υφίστανται συγκεκριμένα γονίδια τα οποία είναι αποκλειστικώς υπεύθυνα για το αν το νήπιο συνηθίζει να ξεσπά σε ουρλιαχτά, αν αρέσκεται να χτυπάει ή να πετάει αντικείμενα με στόχο να χτυπήσει κάποιον. Ωστόσο, το μοντέλο που επιβεβαιώνεται πλήρως είναι το τρίτο, της "γενετικής ωρίμανσης": τα γονίδια καθορίζουν την επιθετικότητα, ανεξάρτητα από το περιβάλλον, καθώς, παρά το γεγονός ότι στα υπό εξέταση δίδυμα προσφέρεται διαφορετικό περιβάλλον για να δράσουν και να εκδηλωθούν, αυτά εμφανίζουν στις περισσότερες περιπτώσεις τον ίδιο ή παρόμοιο βαθμό επιθετικότητας. Επομένως, η ατομική συμπεριφορά, όπως αυτή διαμορφώνεται μέχρι την ενηλικίωση, είναι γενετικά καθορισμένη. Το περιβάλλον σαφώς επιδρά, όχι όμως αρκετά, και το άτομο μεγαλώνοντας αναπτύσσει και υιοθετεί εναλλακτικές συμπεριφορές, μαθαίνει να ελέγχει και να περιορίζει την επιθετικότητά του.
Κατά συνέπεια, οι γονείς δεν πρέπει να αναζητούν ευθύνες στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν την κακή συμπεριφορά που εμφανίζει το παιδί τους, δίχως αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνεχίζουν να το νουθετούν και να του εξηγούν πώς οφείλει να φέρεται. Λαμβάνοντας τη σωστή διαπαιδαγώγηση, το παιδί στα επόμενα χρόνια της ζωής του, θα είναι σε θέση να λάβει ως δεδομένο το βαθμό της επιθετικότητάς του και να μπορεί να την διαχειριστεί.