«Η μόδα είναι γλώσσα, όπως και οι άλλες τέχνες, η ζωγραφική, η γλυπτική, ο χορός, ο κινηματογράφος κ.λπ.». Ρολάν Μπαρτ
Μπορεί η μόδα να μην θεωρείται μία από τις αυστηρά «καλές» τέχνες, ωστόσο δεν σημαίνει ότι στερείται δημιουργικότητας και πνευματικότητας. Η μόδα και η τέχνη ήταν πάντα δύο έννοιες που δύσκολα ταυτίζονται. Παρόλα αυτά, εξετάζοντας τη διαδρομή τους δεν μπορεί κάποιος παρά να αποδεχτεί ότι υπάρχει μεταξύ τους αλληλεπίδραση, καθώς η μία εμπνέεται από την άλλη και ανταλλάσσουν ιδέες ακολουθώντας, ωστόσο, μια παράλληλη πορεία στο χρόνο.
Υπάρχουν σχεδιαστές που είναι περισσότερο αφοσιωμένοι στη δημιουργικότητα σε σχέση με άλλους συναδέλφους τους, οι οποίοι εξισώνουν την επιτυχία με την εμπορικότητα.
Τη στιγμή, όμως, που το ρούχο παύει να είναι απλά χρηστικό αντικείμενο και προσδιορισμός της κοινωνικής θέσης του ατόμου και αρχίζει να λειτουργεί σαν εκφραστικό μέσο, τότε η μόδα μετατρέπεται σε τέχνη. Παράλληλα, στον χώρο της τέχνης, οι καλλιτέχνες αναζητούν νέους τρόπους και χώρους δράσης, εκφράζοντας την επιθυμία για το καινούργιο, το μοντέρνο, το αντισυμβατικό, αμφισβητώντας κανόνες που μέχρι τότε ίσχυαν.
Mariano Fortuny, Madeleine Vionnet, Issey Miyake, αλλά και Azzedine Alaia είναι σχεδιαστές που δεν κάνουν απλώς μόδα, αλλά δημιουργούν πραγματικά έργα τέχνης, αναλλοίωτα στο χρόνο, κατακτώντας επάξια μια θέση στα μουσεία του κόσμου. Όλοι τους, επηρεασμένοι από την αρχαία Ελλάδα και τις πτυχώσεις των αρχαιοελληνικών ενδυμάτων, έχουν αφήσει τη δική τους σφραγίδα στο χώρο της μόδας.
Το όραμα του Paul Poiret έρχεται να εξελίξει η Coco Chanel, αφού η προσωπικότητα του ρούχου απεικονίζει τις ανάγκες της σύγχρονης γυναίκας.
Πλάι τους πρωτοπορεί και η Madeleine Vionnet. Η Vionnet αντιμετωπίζει το ρούχο όπως ο γλύπτης και ενδιαφέρεται για τη δομή. Η αρχαία ελληνική γλυπτική είναι σημείο αναφοράς στις αναζητήσεις της και στον τρόπο με τον οποίο δουλεύει το ύφασμα, δημιουργώντας όγκο και κίνηση μέσα από τις πτυχώσεις της.
Τον 20ο αιώνα κάνει την παρουσία του και ο Dior. Μαζί μαζί με τους Balenciaga, Givenchy, και Cardin, δίνουν έμφαση στη γεωμετρική έκφραση, τη γλυπτική λιτότητα και αυστηρότητα. Ο Balenciaga, όπως και η Vionnet, δεν ξεκινούν από το σχέδιο. Ο Balenciaga χρησιμοποιεί το σώμα σαν γλυπτό και επεμβαίνει στο ύφασμα με κάθε ψαλιδιά, σαν πλαστική πράξη. Το ίδιο και ο Cardin προσδίδοντας όμως περισσότερο μια φουτουριστική προσέγγιση στη σχέση γεωμετρίας και ρούχου.
Όπως ο Balenciaga, έτσι αργότερα και ο Pacco Rabanne και ο Azzedine Alaia, έρχονται να πειραματιστούν ακόμα περισσότερο. Ο Rabanne δίνει μορφή στα φορέματά του πάνω στο σώμα του μοντέλου. Οι τέχνες συνδυάζονται για να δημιουργήσουν ένα σύγχρονο γλυπτό.
O Azzedine Alaia, έχοντας σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών, δουλεύει το ρούχο όπως ο γλύπτης πλάθει μια ανθρώπινη φιγούρα . Επεμβαίνει με τα χέρια του πάνω στο ρούχο ώστε να αναδείξει -περισσότερο ακόμα και από το σχέδιο- τη γραμμή και τη κίνηση του σώματος, δίνοντας την αίσθηση του χώρου.
Στη λογική αυτή θα κινηθεί επίσης και ο Thierry Migler δίνοντας μεγαλύτερη αξία στην προσωπικότητα της γυναίκας και την ενέργεια που διαχέει στο χώρο.
Ο Yohji Yamamoto, παραμένει ένας από τους σημαντικότερους σχεδιαστές μόδας έως σήμερα. Το κύρος του ονόματος του, είναι ισάξιο με της σχεδίαστριας Madeleine Vionnet. Το ίδιο και η Γιαπωνέζα Rei Kawakubo και ο Junya Watanabe για τον οίκο Comme des Garcons. Δουλεύουν δημιουργώντας έντονες ανάγλυφες παραμορφώσεις πάνω στη γραμμή της σιλουέτας. Ό Issey Miyake είναι γνωστός για την εμμονή του γύρο από την κίνηση του πλισέ. Σώμα, ύλη και κίνηση...
Δουλεύει τα πλισέ του σαν γλύπτης.
Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα εξουσιοδότησε εν λευκώ το Miyake Design Studio, να παρουσιάσει την κολεξιόν «Fête» σ 'έναν εκθεσιακό χώρο ειδικά σχεδιασμένο από τον Tokujin Yoshioka. Στη έκθεση παρουσιάστηκαν εκτός από δημιουργίες του Miyake και των Cristobal Balenciaga, Jean Desses, Yohji Yamamoto, John Galliano, Elsa Schiaparelli και Rei Kawakubo που αντιπαραβάλλονται με ενδύματα των Μασάι ή αρχαία ελληνικά αγάλματα.
Η έμπνευσή τους έχει ως βάση τα αρχαία υφάσματα που προέκυπταν από τις βασικές πρώτες ύλες, ζωικές, φυτικές ή και μεταλλικές, με κυριότερες το μαλλί, το λινάρι και το μετάξι. Για την ύφανση των πρώτων αυτών υλών, χρησιμοποιούνταν ο κάθετος αργαλειός με βάρη.
Τα υφάσματα που προέκυπταν, ανάλογα με το είδος του ενδύματος για το οποίο προορίζονταν, ράβονταν με ραφίδες ή βελόνες, χάλκινες, σιδερένιες ή οστέινες. Σε αντίθεση με τη μινωική και τη μυκηναϊκή εποχή κατά τη διάρκεια των οποίων για την παραγωγή των ρούχων απαιτούνταν ειδικό ράψιμο και κόψιμο, από την αρχαϊκή εποχή και στο εξής, τα ενδύματα είχαν ως βάση τους ένα ύφασμα σε ορθογώνιο σχήμα, έτσι όπως αυτό έβγαινε από τον αργαλειό ή άλλοτε περισσότερα κομμάτια ραμμένα μαζί...
Οι βασικοί τύποι των ελληνικών ενδυμάτων παρέμειναν ίδιοι για πάρα πολλούς αιώνες. Λόγω της απλής βασικής τους μορφής μπορούσαν να διαφοροποιηθούν εύκολα ως προς το διάκοσμο ή τον τρόπο που ήταν διπλωμένα ή ζωσμένα ανάλογα με τη μόδα της εποχής.
Η αρχαία ελληνική ενδυμασία αποτελούνταν από ορθογώνια υφάσματα που φορούσαν και τα δύο φύλα. Τα τύλιγαν με διάφορους τρόπους γύρω από το σώμα σχηματίζοντας πτυχώσεις. Τα κυριότερα ήταν ο χιτώνας, που φοριόταν κατάσαρκα και ραβόταν στους ώμους, και το ιμάτιο, που χρησίμευε ως πανωφόρι. Ήταν ρούχα απλά και λειτουργικά, που αντανακλούσαν το πνεύμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Ο διάλογος μεταξύ τέχνης και μόδας δεν σταματά ποτέ. Η αναζήτηση νέων τρόπων και χώρων δράσης συνεχίζεται. Η πρόσβαση σε νέα υλικά και τεχνολογίες δημιουργούν το έδαφος για περαιτέρω πειραματισμούς. Οι δυνατότητες που μας προσφέρει η επιστήμη και η τεχνολογία είναι απεριόριστες και σίγουρα δεν μπορούμε σήμερα να μιλάμε για μια κυρίαρχη μόδα, αλλά για πολλές. Το έδαφος είναι πρόσφορο για καινοτομίες και εμείς περιμένουμε να δούμε ποια θα είναι η επόμενη πρόκληση.