Παροχή εκ περιτροπής εργασίας για την αποφυγή απολύσεων

Τι είναι η εκ περιτροπής εργασία; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν για να εφαρμοστεί; Πότε είναι παράνομη; Ποια είναι τα δικαιώματα των εργαζομένων; Η δικηγόρος Αναστασία Τσακατούρα από το δικηγορικό γραφείο KT Legal εξηγεί.

Σύμφωνα με το άρθρο 2 του Ν. 3846/2010, όπως αυτό τροποποιήθηκε από το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010 εκ περιτροπής εργασία θεωρείται η απασχόληση κατά λιγότερες ημέρες την εβδομάδα ή κατά λιγότερες εβδομάδες τον μήνα ή κατά λιγότερους μήνες το έτος ή συνδυασμός των ανωτέρω, την οποία μπορεί να επιβάλλει ο εργοδότης στους εργαζόμενους της επιχείρησής του σε περίπτωση που περιοριστούν οι δραστηριότητές του και προκειμένου να μην προβεί σε απολύσεις.

Η επιβολή της εκ περιτροπής απασχόλησης δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τους εννέα (9) μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος και είναι νόμιμη μόνο εφόσον έχει προηγηθεί ενημέρωση και διαβούλευση με τους νόμιμους εκπροσώπους των εργαζομένων στην περίπτωση δε που δεν υπάρχουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και συμβούλιο εργαζομένων, η ενημέρωση και η διαβούλευση να γίνει με το σύνολο των εργαζομένων.

Η κατά τα παραπάνω διαβούλευση με τους εργαζομένους είναι υποχρεωτική, σε περίπτωση δε που δεν λάβει χώρα διαβούλευση, η επιβολή της εκ περιτροπής απασχόλησης κρίνεται παράνομη ακόμη και στην περίπτωση που υφίσταται η ουσιαστική προϋπόθεση του νόμου για τη μονομερή επιβολή της, ήτοι ο σημαντικός περιορισμός της επιχειρηματικής δραστηριότητας του εργοδότη. Παρά το γεγονός όμως ότι για την επιβολή εκ περιτροπής απασχόλησης είναι αναγκαία η προηγούμενη διαβούλευση με τους εργαζομένους, η συμφωνία των εργαζομένων με το μέτρο δεν είναι απαραίτητη.

Όπως προκύπτει από την Εισηγητική Έκθεση του νόμου σκοπός της διάταξης περί μονομερούς επιβολής της εκ περιτροπής απασχόλησης είναι ο εργοδότης "σε περίπτωση περιορισμού της οικονομικής του δραστηριότητας …να μην προβεί σε καταγγελία της σύμβασης των εργαζομένων…" αντιμετωπίζοντας με τον τρόπο αυτό τα πρόσκαιρα οικονομικά προβλήματα της επιχείρησης ώστε να διασφαλίσει τη βιωσιμότητά της, αποφεύγοντας συγχρόνως την απόλυση εργαζομένων.

Σε περίπτωση που κατά τις διαβουλεύσεις οι εργαζόμενοι θεωρήσουν ότι η επιβολή της εκ περιτροπής απασχόλησης δεν δικαιολογείται από τα στοιχεία που έχουν έρθει σε γνώση τους, έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν τον δικαστικό έλεγχό της για τυχόν καταχρηστική άσκησή της εκ μέρους του εργοδότη. Τονίζεται ότι κατά τις διαβουλεύσεις ο εργοδότης θα πρέπει να χορηγήσει στους εργαζομένους οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης τα οποία να δικαιολογούν την απόφασή του και να προβλέπουν την πιθανή εξέλιξη της επιχείρησης μετά την επιβολή του μέτρου.

Τονίζεται ότι η απόφαση του εργοδότη για μονομερή επιβολή του μέτρου της εκ περιτροπής απασχόλησης πρέπει να γνωστοποιηθεί στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας, εντός οκτώ (8) ημερών από τη λήψη της. 

Δεδομένου ότι το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας λαμβάνεται ακριβώς για την αποφυγή απολύσεων των εργαζομένων της εργοδότριας επιχείρησης, δεν είναι δυνατή η καταγγελία της σύμβασης των εργαζομένων που έχουν τεθεί σε αυτήν. Σε κάθε περίπτωση η αποζημίωση απόλυσης εργαζομένων που κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα εργάζονταν υπό καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας γίνεται με τις αποδοχές της πλήρους απασχόλησης και όχι της εκ περιτροπής.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφερθεί ότι η εκ περιτροπής εργασία εκτός από μέτρο για την αποφυγή απολύσεων μπορεί να αποτελέσει και συμφωνηθείσα μεταξύ του εργοδότη και του μισθωτού ειδικότερη μορφή σύμβασης μερικής απασχόλησης. Έτσι, εργαζόμενος και εργοδότης συμφωνούν εξ αρχής ότι ο μισθωτός θα παρέχει την εργασία του λιγότερες ημέρες εβδομαδιαίως ή λιγότερες εβδομάδες μηνιαίως ή λιγότερους μήνες ετησίως κατά πλήρες όμως ημερήσιο ωράριο εργασίας. Η σύμβαση παροχής εργασίας εκ περιτροπής καταρτίζεται υποχρεωτικά εγγράφως και πρέπει να γνωστοποιείται εντός οκτώ (8) ημερών στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας.  

Σημειωτέον ότι σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 3 της ΚΥΑ 19040/81 οι μισθωτοί που έχουν εργασθεί με το σύστημα της εργασίας εκ περιτροπής δικαιούνται τα επιδόματα των εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα που αναλογούν στις ημέρες κατά τις οποίες λόγω του συστήματος αυτού δεν προσέφεραν τις υπηρεσίες τους, στο μισό.