Τι προβλέπει ο Νόμος για την περιουσία που αποκτάται κατά τη διάρκεια ενός γάμου; Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν ώστε ένας σύζυγος να μπορεί να διεκδικήσει μέρος από αυτή; Ο δικηγόρος Βαγγέλης Κραμβουσάνος, από το δικηγορικό γραφείο KT LEGAL εξηγεί.
Κατά τη διάρκεια του γάμου ο κάθε σύζυγος διατηρεί καταρχήν αυτοτελή περιουσία. Πολύ συχνά ωστόσο συμβαίνει η επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου να γίνεται σε βάρος του άλλου. Όπως είναι φυσικό ένα τέτοιο γεγονός αποκτά σημασία σε περίπτωση λύσης του γάμου, οπότε και ανακύπτει η ανάγκη νομικής προστασίας του ασθενέστερου οικονομικά συζύγου, η οποία επιτυγχάνεται μέσω της θεσμοθετημένης αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα.
Το άρθρο 1400 ΑΚ ορίζει ότι αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου, αφότου τελέστηκε ο γάμος, έχει αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από δική του συμβολή. Ο νόμος μιλά για σύζυγο χωρίς φυσικά να διαχωρίζει αν είναι ο άνδρας ή η γυναίκα, αφού εξυπακούεται ότι και οι δύο έχουν δικαίωμα στα αποκτήματα.
Προϋπόθεση για τη γένεση της αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα είναι η -με αμετάκλητη δικαστική απόφαση- λύση ή ακύρωση του γάμου, ή έστω η τριετής διάσταση των συζύγων. Παραδείγματος χάριν, για ένα ζευγάρι που βρίσκεται σε οριστική διάσταση μεν αλλά για χρονικό διάστημα κάτω από τρία χρόνια (χωρίς να έχει λυθεί ο γάμος) δε μπορεί ακόμα να γίνει λόγος για αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα.
Εκ του νόμου καθιερώνεται τεκμήριο συμβολής του ενός συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου σε ποσοστό ενός τρίτου. Το τεκμήριο αυτό δεν είναι αμάχητο. Κάθε σύζυγος μπορεί να αποδείξει μικρότερη, μεγαλύτερη ή και μηδενική συμβολή.
Ως αύξηση της περιουσίας νοείται κάθε οικονομική ωφέλεια που προκύπτει από τη σύγκριση της συνολικής περιουσιακής κατάστασης του κάθε συζύγου σε δύο χρονικά σημεία, αφενός τη στιγμή της τέλεσης του γάμου (αρχική περιουσία) και αφετέρου τη στιγμή που σταματά η συμβολή του άλλου συζύγου και γεννιέται η αξίωση στα αποκτήματα (τελική περιουσία). Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση της λύσης του γάμου με διαζύγιο ή της ακύρωσής του με δικαστική απόφαση, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας θεωρείται ο χρόνος που η σχετική δικαστική απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Στην δε περίπτωση της τριετούς διάστασης, κρίσιμος χρόνος είναι η στιγμή που κατετέθη η αγωγή για συμμετοχή στα αποκτήματα.
Στην περίπτωση που έχουν αυξηθεί οι περιουσίες και των δύο συζύγων γεννώνται δύο αμοιβαίες αξιώσεις για συμμετοχή στα αποκτήματα, οι οποίες δύνανται να υπαχθούν σε συμψηφισμό, αφού υπολογιστεί η συμβολή (δηλαδή η βοήθεια) του κάθε συζύγου στην επαύξηση της τελικής περιουσίας του άλλου συζύγου, ενώ τυχόν ζημία που έχει προκληθεί από τον ένα σύζυγο στον άλλον λαμβάνεται υπόψη μόνο για τον υπολογισμό της τελικής περιουσίας και όχι για τον υπολογισμό της συμβολής.
Ως συμβολή νοείται κάθε βοήθεια προς τον άλλο σύζυγο, που μπορεί να επιφέρει την επαύξηση της περιουσίας του. Μπορεί να έχει τη μορφή της άμεσης χρηματοδότησης του ενός συζύγου προς τον άλλον με χρήματα από εργασία ή προϋπάρχουσα περιουσία ή και αυτή της απλής καθημερινής συμβολής. Γίνεται δεκτό ότι στην επαύξηση της περιουσίας του ενός συζύγου συμβάλλει και ο έτερος σύζυγος που αν και δεν εργάζεται, ωστόσο είναι επιφορτισμένος με την καθημερινή φροντίδα του σπιτιού και των τέκνων και εν γένει της οικογένειας.
Δεν υπολογίζονται στην τελική περιουσία του συζύγου αποκτήματα από χαριστική αιτία (δωρεές, κληρονομία, κληροδοσία) ή από τύχη (π.χ. κέρδη λαχείου) ή από τον πληθωρισμό, αφού σε αυτές τις περιπτώσεις η μεταβολή στην περιουσία δεν έχει επέλθει λόγω της συμβολής του άλλου συζύγου.
Τα ατομικά συμφέροντα και περιουσιακά δικαιώματα του κάθε συζύγου παραμερίζονται, όπως είναι φυσικό, κατά τη διάρκεια μιας ομαλά λειτουργούσας έγγαμης συμβίωσης. Η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα γεννάται μόνο από τη στιγμή που λυθεί ή ακυρωθεί ο γάμος, ή εφόσον υπάρξει διάσταση τουλάχιστον τριών ετών. Παραίτηση από την αξίωση στα αποκτήματα μόνο από αυτά τα χρονικά σημεία και πέρα είναι δυνατή, ενώ απαγορεύεται εκ του νόμου και είναι άκυρη και αντίθετη στα χρηστά ήθη κάθε προγενέστερη παραίτηση (ολική ή μερική).
Αναφορικά με το χρόνο άσκησης της αγωγής συμμετοχής στα αποκτήματα γίνεται η εξής διάκριση: στην περίπτωση της έκδοσης αμετάκλητης δικαστικής απόφασης διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ο κάθε σύζυγος έχει χρονικό περιθώριο δύο ετών από αυτήν προκειμένου να ασκήσει την αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα. Αν αυτή η διετής προθεσμία παρέλθει άπραγη, τότε το σχετικό δικαίωμά του αποσβέννυται. Στην έτερη περίπτωση της τριετούς διάστασης των συζύγων, χωρίς έκδοση διαζυγίου, κατά την άποψη που κυριαρχεί στη νομολογία και στη θεωρία, για όσο χρονικό διάστημα εξακολουθεί να υπάρχει η διάσταση των συζύγων πέραν της ανωτέρω τριετίας από την έναρξή της διάστασης, το δικαίωμα του συζύγου να ασκήσει την αγωγή συμμετοχής στα αποκτήματα δεν παραγράφεται. Ο λόγος της μη παραγραφής αυτής είναι το ότι, εφόσον δεν έχει λυθεί ακόμη ο γάμος, δεν έχουν γεννηθεί ακόμη και οι συνέπειες της λύσης αυτού. Υπάρχει ωστόσο το ενδεχόμενο κάποιες φορές η υπερβολικά καθυστερημένη άσκηση της αξίωσης να απορριφθεί με την ένσταση της κατάχρησης δικαιώματος.
Η μόνη περίπτωση όπου είναι ισχυρή η μερική ή ολική παραίτηση από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα (χωρίς την προϋπόθεση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης διαζυγίου/ακύρωσης ή τριετούς διάστασης) είναι αυτή της συμφωνίας για τα αποκτήματα ως μέρους των διαπραγματεύσεων των συζύγων προκειμένου να καταλήξουν στη συμφωνία συναινετικού διαζυγίου του άρθρου 1441 ΑΚ. Βέβαια, η όποια συμφωνία τους για τα αποκτήματα, τελεί υπό την αναβλητική αίρεση της λύσης του γάμου τελικά με το συναινετικό διαζύγιο. Αν ο γάμος δε λυθεί συναινετικά, εξαλείφεται αναδρομικά και κάθε συμφωνία παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Σε κάθε περίπτωση απαραίτητη προϋπόθεση ισχύος αυτής της παραίτησης είναι να μην συντρέχουν οι γενικοί όροι ακυρότητας της βούλησης (πλάνη, απάτη, απειλή).
Η ανωτέρω, στα πλαίσια διαπραγματεύσεων έκδοσης συναινετικού διαζυγίου, συμφωνία -μερικής ή ολικής- παραίτησης από την αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα είναι καταρχήν άτυπη. Η -συνήθως- γραπτή κατάρτισή της, ωστόσο, γίνεται για αποδεικτικούς λόγους.