Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν ώστε να είναι έγκυρη η καταγγελία σύμβασης εργαζομένου; Σε ποιες περιπτώσεις ο εργοδότης μπορεί να μην καταβάλλει στον εργαζόμενο τη νόμιμη αποζημίωση; Η δικηγόρος Αναστασία Τσακατούρα από το δικηγορικό γραφείο KT Legal εξηγεί.
Για να είναι έγκυρη η καταγγελία σύμβασης εργαζομένου, ο οποίος έχει προσληφθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου θα πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν. 3198/1955, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2556/1997, να τηρούνται οι παρακάτω προϋποθέσεις: α) η καταγγελία να γίνει εγγράφως, δηλαδή να έχει περιβληθεί τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, το οποίο έχει εγχειριστεί με κάποιο τρόπο στον εργαζόμενο (χωρίς να απαιτείται όμως η επίδοσή του με δικαστικό επιμελητή), β) να καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης (εφόσον ο εργαζόμενος απασχολείται στην εργοδότρια επιχείρηση για χρονικό διάστημα που ξεπερνά τους 12 μήνες) την ημέρα της λύσης της σύμβασης και γ) να έχει καταχωρηθεί η απασχόληση του εργαζομένου στο μισθολόγιο του ΙΚΑ, ή σε οιονδήποτε άλλο αρμόδιο ασφαλιστικό φορέα.
Ο εργοδότης δύναται να καταγγείλει τη σύμβαση εργασίας εργαζομένου χωρίς να καταβάλλει σε αυτόν τη δικαιούμενη νόμιμη αποζημίωσή του μόνο α) σε περίπτωση υποβολής μηνύσεως στον εργαζόμενο για τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης, β) για λόγους ανωτέρας βίας και γ) σε περίπτωση που ο εργαζόμενος σκοπίμως προκάλεσε την απόλυσή του.
Η νόμιμη αποζημίωση εργαζομένου λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, υπολογίζεται με βάση το σύνολο των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή του μήνα.
Σε περίπτωση που η δικαιούμενη από τον εργαζόμενο νόμιμη αποζημίωση υπερβαίνει τις αποδοχές δύο μηνών ο εργοδότης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 74 παρ. 3 του Ν. 3863/2010, υποχρεούται να καταβάλλει στον εργαζόμενο το τμήμα της αποζημίωσης το οποίο αντιστοιχεί σε αποδοχές δύο μηνών, το δε υπόλοιπο ποσό της αποζημίωσης δύναται να καταβληθεί σε ισόποσες διμηνιαίες δόσεις.
Σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι ανωτέρω προϋποθέσεις, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας είναι άκυρη. Θα πρέπει όμως εδώ να τονισθεί ότι την ακυρότητα της καταγγελίας σύμβασης θα πρέπει να την επικαλεσθεί ο εργαζόμενος αλλιώς η καταγγελία συνεχίζει να ενεργεί ως έγκυρη.
Όταν ο εργαζόμενος έχει απολυθεί με άκυρη καταγγελία σύμβασης εργασίας έχει το δικαίωμα να επιλέξει ανάμεσα σε δύο δυνατότητες α) να θεωρήσει ότι η σύμβαση εργασίας του δεν έχει λυθεί και να συνεχίσει να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη του, ο οποίος αν δεν τις δέχεται καθίσταται υπερήμερος και ο εργαζόμενος δικαιούται να ζητά την καταβολή μισθών για το χρονικό διάστημα που ο εργοδότης αρνείται σε αυτόν την εργασία (μισθοί υπερημερίας) και β) να μην επικαλεσθεί την ακυρότητα της σύμβασης εργασίας του και να επιδιώξει δικαστικώς την καταβολή σε αυτόν της νόμιμης αποζημίωσής του.
Είναι σημαντικό να γνωρίζει ο εργαζόμενος, ότι η προθεσμία για να ζητήσει από το δικαστήριο να υποχρεωθεί ο εργοδότης να αποδέχεται τις υπηρεσίες του και να του καταβάλλει μισθούς υπερημερίας είναι τρεις μήνες από την άκυρη καταγγελία (άρθρο 6 παρ.1 Ν. 3198/1955) αλλιώς χάνει το σχετικό δικαίωμά του. Σε περίπτωση δε που εργαζόμενος επιλέξει να επιδιώξει δικαστικώς την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσής του και όχι τη συνέχιση της σύμβασής του, τότε η προθεσμία είναι εξάμηνη (άρθρο 6 παρ. 2 Ν. 3198/1955) αλλιώς και πάλι χάνει το σχετικό του δικαίωμα.