Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να υπάρχουν για να μπορέσει ένας εργαζόμενος να απέχει από την εργασία του λόγω βραχείας ασθενείας; Πόσο διάστημα μπορεί να λείψει και πότε μπορεί να υπάρξει καταγγελία της σύμβασής του; Ο δικηγόρος Βαγγέλης Κραμβουσάνος από το δικηγορικό γραφείο KT Legal εξηγεί.
Παρά την υποχρέωση του εργαζομένου να προσέρχεται στην εργασία του στις ημέρες και ώρες που ορίζονται από την εργασιακή σύμβασή του, αναπόφευκτα προκύπτουν συχνά λόγοι που τον αναγκάζουν να απέχει από την εκτέλεση των καθηκόντων του εκτάκτως εξαιτίας βραχείας ασθενείας (πυρετοί, ιώσεις, κατάγματα, κτλ), γεγονός που -ασχέτως υπαιτιότητας του εργαζομένου- όπως είναι φυσικό διαταράσσει την ομαλή πορεία της λειτουργίας της επιχείρησης στην οποία εργάζεται και μπορεί ενδεχομένως να επηρεάσει γενικότερα την ισχύ της σύμβασης εργασίας του.
Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις, που πρέπει να τηρούνται, για να μπορεί ένας εργαζόμενος να υπαχθεί στις διατάξεις περί βραχείας ασθενείας. Αφενός ο εργαζόμενος θα πρέπει να απασχολείται στην ίδια επιχείρηση για διάστημα μεγαλύτερο των δέκα ημερών. Αφετέρου θα πρέπει να έχει εξετασθεί και να του έχει χορηγηθεί αποδεικτικό ασθενείας από ιατρό του ασφαλιστικού του φορέα. Αν ωστόσο ο εργαζόμενος ασφαλίζεται για πρώτη φορά και δεν έχει τις προϋποθέσεις για ασφαλιστική κάλυψη, για την απόδειξη της ασθένειάς του αρκει και βεβαίωση από ιδιώτη ιατρό.
Σύμφωνα με τον Ν. 4558/1930 (άρ. 3) ως ασθένεια βραχείας διάρκειας θεωρείται αυτή που διαρκεί έως και ένα μήνα για τους υπαλλήλους με προϋπηρεσία έως και τεσσάρων ετών στον ίδιο εργοδότη, τρεις μήνες για τους απασχολούμενους από τέσσερα έως δέκα έτη, τέσσερις μήνες για τους μισθωτούς με υπηρεσία από δέκα έως και τα δεκαπέντε έτη, και, τέλος, έξι μήνες για τους εργαζόμενους με απασχόληση πλέον των δεκαπέντε ετών.
Κατά τον Ν. 2112/1920 (άρ. 5), η ασθένεια με διάρκεια εντός των ανωτέρω οριζόμενων χρονικών ορίων, δεν αποτελεί τεκμήριο λύσης της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του μισθωτού (καταγγελία εργασιακής σύμβασης), εφόσον αυτή είναι προσηκόντως αποδεδειγμένη.
Ο εργαζόμενος αποκλείεται κατά αμάχητο τεκμήριο, να θεωρηθεί ότι κατήγγειλε ο ίδιος τη σύμβαση εργασίας του, εφόσον απέσχε της εργασίας του λόγω βραχείας ασθενείας για χρόνο λιγότερο ή ίσο προς τα ανωτέρω χρονικά όρια.
Και στην αντίθετη περίπτωση, όταν δηλαδή η αποχή του μισθωτού από την εκπλήρωση των συμβατικών του υποχρεώσεων έναντι του εργοδότη του ξεπερνά τα ανωτέρω χρονικά όρια δεν μπορεί αυτομάτως να εκληφθεί αυτό το γεγονός ως σιωπηρή καταγγελία εκ μέρους του και να επιφέρει τη λύση της σύμβασης εργασίας του. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε σε περιπτώσεις που αντικειμενικά μια ασθένεια απαιτεί μεγαλύτερο χρόνο αποθεραπείας, να οδηγήσει σε ανεπιεική και μη αποδεκτά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο. Για το λόγο αυτό και παρά τα εκ του νόμου οριζόμενα χρονικά όρια, η νομολογία έχει υιοθετήσει την άποψη ότι η υπέρβαση των παραπάνω χρονικών ορίων απουσίας λόγω βραχείας ασθενείας, δεν ισοδυναμεί αυτομάτως με σιωπηρή καταγγελία της σύμβασης από τον εργαζόμενο, αλλά η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, καθώς και τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις που οδήγησαν στην αποχή από την εργασία (φύση και πορεία ασθένειας, απαιτούμενη διάρκεια αποθεραπείας, υπαιτιότητα ή μη του εργαζομένου, διαρκής επικοινωνία με τον εργοδότη και ενημέρωση για την πορεία της ασθένειας, κτλ). Επιπλέον, σε κάθε κρινόμενη περίπτωση λαμβάνονται υπόψη παράγοντες, όπως η συχνότητα των απουσιών του συγκεκριμένου εργαζομένου στο παρελθόν, ο χρόνος προϋπηρεσίας του στην εν λόγω επιχείρηση, κ.α.
Επειδή από τον νόμο δεν ορίζεται ρητά ο ακριβής αριθμός ημερών, πέραν των οποίων η απουσία του εργαζομένου συνιστά τεκμήριο σιωπηλής καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του, ο εργοδότης οφείλει να προβεί σε κάποιες ενέργειες προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη καταγγελίας της σύμβασης εκ μέρους του εργαζομένου. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να αποστείλει προς τον απέχοντα εργαζόμενο εξώδικη πρόσκληση, με την οποία θα τον καλεί είτε να επιστρέψει στην εργασία του εντός σαφώς ορισμένης προθεσμίας, είτε να δηλώσει προς τον εργοδότη την ακριβή ημερομηνία επιστροφής του στην εργασία του και την αιτία της αποχής του από αυτή.
Εκ μέρους του εργοδότη δεν απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κατά την διάρκεια βραχείας ασθένειας, εφόσον βέβαια καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση από τον εργοδότη (ΑΠ 288/66).
Τέλος, σύμφωνα με τον Α.Ν. 539/1945 (αρ. 2 παρ. 6), τα διαστήματα κατά τα οποία ο μισθωτός απέχει από την απασχόλησή του εξαιτίας της βραχείας διαρκείας ασθενείας του δεν θεωρούνται ως χρόνος μη απασχόλησης ούτε και συμψηφίζονται με τις δικαιούμενες εκ του νόμου ημέρες αδείας του μισθωτού.