Σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Γραμματείας Ισότητας το 10% των γυναικών που εργάζονται έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης. Συχνότερα θύματα είναι οι νεοπροσλαμβανόμενες γυναίκες, οι άγαμες μητέρες και οι διαζευγμένες ενώ θύτες προϊστάμενοι ή συναδέλφοι. Το 85% των εργαζομένων γυναικών στον ιδιωτικό τομέα, που έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης, απολύονται ή παραιτούνται ενώ στο δημόσιο τομέα απλά μετατίθενται σε άλλο τμήμα. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε ότι ο θύτης δεν υφίσταται καμία επίπτωση. Ο δικηγόρος Βαγγέλης Κραμβουσάνος, από το δικηγορικό γραφείο KT LEGAL αναλύει τις διατάξεις του Νόμου που αφορούν στη σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο.
Η σεξουαλική παρενόχληση αποτελεί παραβίαση του νόμου 3896/2010 για την "Εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης". Σύμφωνα με τον παραπάνω νόμο που απαγορεύει τις διακρίσεις, η σεξουαλική παρενόχληση εξομοιώνεται με διάκριση του εργαζομένου λόγω φύλου, αφορά στον ίδιο βαθμό άνδρες και γυναίκες και απαγορεύεται τόσο στον εργασιακό χώρο και κατά την αναζήτηση εργασίας, όσο και κατά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών. Ειδικότερα συνίσταται στην οποιαδήποτε μορφή ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα με σκοπό την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος. Μπορεί να αποδοθούν ευθύνες στον εργοδότη για παρενόχληση του προσωπικού και σε ορισμένες περιπτώσεις για την παρενόχληση που ασκούν εργαζόμενοι σε άλλους συναδέλφους.
Ο εργοδότης οφείλει να εξασφαλίζει ότι κανένας εργαζόμενος δε θα δέχεται προσβλητική σεξουαλική συμπεριφορά (α. 26 Ν. 3896/10). Φέρει αυξημένη ευθύνη σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης και λογίζεται ως ο πρωτίστως υπεύθυνος για την προστασία των υπαλλήλων του από ανάλογες πράξεις συναδέλφων ή προϊσταμένων. Ο εργοδότης, λοιπόν, υποχρεούται, αμέσως μόλις ενημερωθεί για σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένου του, να λάβει κάθε αναγκαίο μέτρο για την προστασία του θύματος, ώστε να παύσει άμεσα η παρενόχληση και να αρθούν οι δυσμενείς συνέπειές της. Αν δε μεριμνήσει σχετικά, δεν αποκλείεται να κριθεί ακόμα και εις ολόκληρον συνυπεύθυνος με το δράστη της παρενόχλησης. Η υποχρέωση του εργοδότη απορρέει και από την υποχρέωση πρόνοιας και το διευθυντικό δικαίωμά του.
Το γεγονός ότι ένα πρόσωπο αποκρούει πράξη ή συμπεριφορά σεξουαλικής παρενόχλησης ή υποκύπτει σε αυτή δε μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε βάρος του θύματος της παρενόχλησης. Με το Νόμο 3896/10 επήλθε για πρώτη φορά η αντιστροφή του βάρους της απόδειξης σε περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, δηλαδή ο εργοδότης είναι πλέον αυτός που πρέπει να αποδείξει ενώπιον του δικαστηρίου ή της αρμόδιας αρχής ότι δε συνέβη παρενόχληση έπειτα από πιθανολογημένη καταγγελία ότι συνέβη, και όχι η εργαζόμενη-θύμα (Η αντιστροφή αυτή του βάρους της απόδειξης δεν ισχύει ωστόσο και στην ποινική διαδικασία, όπου το βάρος της απόδειξης φέρει όχι ο κατηγορούμενος αλλά η μηνύτρια-θύμα της παρενόχλησης).
Σε περίπτωση που μια εργαζόμενη θεωρεί ότι υφίσταται σεξουαλική παρενόχληση, έχει τις εξής δυνατότητες:
-Αν εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, να απευθυνθεί στην Επιθεώρηση Εργασίας με μια γραπτή έκθεση όπου θα αναφέρει ακριβώς τα γεγονότα, και ζητώντας το άνοιγμα φακέλου για την υπόθεσή της.
-Αν εργάζεται στο Δημόσιο, να απευθυνθεί στο Συνήγορο του Πολίτη αποστέλλοντας μια γραπτή καταγγελία με λεπτομέρειες της παρενόχλησης και ζητώντας το άνοιγμα φακέλου.
Μια προφορική καταγγελία χωρίς λεπτομέρειες έχει τον κίνδυνο να μπει στο αρχείο. Η καταγγελία πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική, η δε εργαζόμενη πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ως ένα σημείο ότι υπέστη σεξουαλική παρενόχληση, μέσω τεκμηρίων ή μαρτύρων. Επιβαρυντική για το δράστη είναι και η μαρτυρία άλλων γυναικών που είχαν στο παρελθόν παρόμοια εμπειρία από το ίδιο πρόσωπο.
Τα αντίποινα εκ μέρους του παρενοχλούντος, ή όσων τον υποστηρίζουν, σε βάρος της καταγέλλουσας-θύματος, απαγορεύονται ρητά από τον Ν. 3896/10 (α. 14). Επίσης, η απόλυση ή η βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας εργαζόμενης που έχει προβεί σε καταγγελία για λόγους ίσης μεταχείρισης ή παρενόχλησης ή σεξουαλικής παρενόχλησης είναι άκυρη, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι η απόλυση ή η βλαπτική μεταβολή έγινε για λόγο άσχετο με την καταγγελία.
Σε κάθε περίπτωση η εργαζόμενη-θύμα παρενόχλησης μπορεί να κινηθεί μέσω δικηγόρου, είτε αποστέλλοντας εξώδικη προειδοποίηση προς το άτομο που την παρενοχλεί, είτε και δικαστικά απαιτώντας την άρση της παράνομης συμπεριφοράς, τη μη επανάληψή της στο μέλλον και φυσικά την αποζημίωση για κάθε ηθική και υλική βλάβη που υπέστη λόγω της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ο δράστης της σεξουαλικής παρενόχλησης διώκεται και ποινικά κατόπιν υποβολής μήνυσης σε βάρος του από το θύμα, τιμωρούμενος με φυλάκιση από 6 μήνες έως 3 έτη και με χρηματική ποινή τουλάχιστον 1.000 Ευρώ (α. 337 Π.Κ. παρ. 5).