Οι ερωτευμένοι το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι, οι σεφ το υμνούν και οι καρδιοπαθείς το καταναλώνουν σε μορφή χαπιού. Το όνομά του προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη σκόροδον, ενώ η αγγλική ονομασία του σκόρδου “garlic” προέρχεται από την Αγγλοσαξωνική λέξη “garleac”, όπου “gar” σημαίνει λόγχη και “leac” σημαίνει φυτό.
Το... μυρωδάτο σκόρδο, χρονολογείται πάνω από 6.000 χρόνια και αναφέρεται σε αρχαία κείμενα των πολιτισμών της κεντρικής Ασίας και της Μεσογείου, κυρίως για τις πολύτιμες φαρμακευτικές και αφροδισιακές του ιδιότητες.
Συγκεκριμμένα, η μακριά ιστορία του σκόρδου ξεκινάει από τα βάθη της εξωτικής Μογγολίας και καταλήγει στις κουζίνες και τα "φαρμακεία" όλου του κόσμου.
Στην Αρχαία Αίγυπτο μάλιστα, το σκόρδο θεωρούταν τόσο πολύτιμο που συνόδευε τους Φαραώ στην τελευταία κατοικία τους και χρησιμοποιούνταν ως αξία καθορισμού της τιμής στις εμπορικές συναλλαγές.
Αν και έχει έντονη οσμή και χαρακτηριστική καυστική γεύση- που οφείλεται σε αιθέρια έλαια πλούσια σε θειούχες ενώσεις- το σκόρδο χρησιμοποιείται στην ασιατική κουζίνα από την αρχαιότητα και στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα.
Στις ΗΠΑ, το σκόρδο ήταν εξοβελισμένο στις λαϊκές συνοικίες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα και μόνο μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο μπήκε στην αστική μαγειρική.
Στην Ελλάδα καλλιεργούνται 30.000 στρέμματα και η ετήσια παραγωγή φτάνει τους 18,000 τόνους με κυριότερες περιοχές παραγωγής τη Μακεδονία, τη Θράκη, και τον Πλατύκαμπο Λάρισας.