Η ιστορία της μαστίχας είναι τόσο παλιά σχεδόν όσο και η ελληνική ιστορία.
Αρχαίοι συγγραφείς, της κλασικής κυρίως εποχής, την αναφέρουν για τις ιαματικές της ιδιότητες.
Η πρώτη αναφορά στη μαστίχα είναι καταγεγραμμένη στον Ηρόδοτο τον 5ο π.Χ. αιώνα.
Ο Ιπποκράτης φαίνεται ότι γνώριζε τα μαστιχόδενδρα και χρησιμοποιούσε συχνά το προϊόν τους.
Ενώ στην αρχαία Ρώμη, οι κυρίες της ανώτερης τάξης χρησιμοποιούσαν οδοντογλυφίδες από μαστιχόδεντρα για να λευκαίνουν τα δόντια τους.
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους η Χίος ήταν έδρα του Ναυτικού Θέματος (διοικητικής περιφέρειας) του Αιγαίου Πελάγους, αλλά κι ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά κέντρα της αυτοκρατορίας. Ήταν σημαντικός σταθμός (πόλη - εμπορείο) εισαγωγικού, εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου κι ανεφοδιασμού πλοίων, όπως και καταφύγιο τους. Από το λιμάνι της, εξάγονταν τα μονοπωλιακά προϊόντα της, όπως μαστίχα, μεταξωτά, κρασί, αλάτι, και εισάγονταν σιτηρά.
Κατά την τουρκοκρατία, οι κάτοικοι της Χίου γλύτωσαν όλους τους βαρείς φόρους και σε αντάλλαγμα καλούνταν να πληρώσουν το φόρο της μαστίχας: 20.000 οκάδες μαστίχης ενώ η παραγωγή της αυτή εξασφάλισε στους Χιώτες το προνόμιο που δεν είχαν και πολλοί άλλοι υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: να χτυπούν τις καμπάνες των εκκλησιών.
Στους νεότερους χρόνους, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μαστίχα πέρασε την πρώτη σοβαρή κρίση, οπότε ανάγκασε τους παραγωγούς να αναστείλουν την καλλιέργεια των μαστιχόδενδρων. Με τη λήξη του πολέμου, άρχισε πάλι η καλλιέργεια της μαστίχας.
Σήμερα, η παραγωγή της μαστίχας γίνεται σε 24 χωριά, τα περίφημα Μαστιχοχώρια τα οποία είναι χαρακτηρισμένα ως παραδοσιακοί ή διατηρητέοι οικισμοί από το Ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού.
Η μαστίχα Χίου εξάγεται σε όλον τον κόσμο και παράγεται μεγάλη ποικιλία προϊόντων από τρόφιμα και γλυκά μέχρι βερνίκια ζωγραφικής και συγκολλητικές ρητίνες.