Τα τελευταία χρόνια, το φυτό στέβια και τα γλυκαντικά που προέρχονται από τα φύλλα του, τράβηξαν την προσοχή της παγκόσμιας βιομηχανίας που βασίζεται στην υγιεινή διατροφή και τη δίαιτα, εξαιτίας της αυξημένης ζήτησης σε τρόφιμα χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη και θερμίδες.
Τα φύλλα του φυτού και τα γλυκαντικά που προέρχονται από αυτό έχουν πολλαπλάσια γλυκύτητα από τη ζάχαρη, δεν αποδίδουν ενέργεια (θερμίδες) και δεν περιέχουν υδατάνθρακες.
Όμως, η γλυκιά γεύση των φύλλων της στέβια είναι γνωστή εδώ και αιώνες στους αυτόχθονες της Ν. Αμερικής, , όπως στη φυλή Γκουαράνι της Παραγουάης, που φαίνεται να χρησιμοποίησε πρώτη τα φύλλα του φυτού για να γλυκάνει ροφήματα βοτάνων.
Μάλιστα, οι Γκουαρανί χρησιμοποιούσαν τη στέβια, την οποία ονόμαζαν ka’a he’e ("γλυκό βότανο"), ως γλυκαντικό σε φαρμακευτικά τσάγια για να θεραπεύσουν, όπως πίστευαν, την καούρα και άλλες ασθένειες.
Από το 1800 η κατανάλωση της στέβιας εδραιώθηκε σε όλη τη Νότια Αμερική, όπως τη Βραζιλία και την Αργεντινή.
Η Στέβια (βοτανικό όνομα Stevia rebaudiana) είναι είδος φυτού με προέλευση τη Βραζιλία και την Παραγουάη. Περιέχει μια ουσία η οποία ονομάζεται στεβιόζη ή στεβιόλη η οποία έχει μεγαλύτερη γλυκαντική δύναμη από την ζάχαρη και χρησιμοποιείται σε αρκετές χώρες ως εναλλακτική γλυκαντική ουσία.
Επιστημονική ανακάλυψη
Το όνομα στέβια προέρχεται από τον Ισπανό βοτανολόγο και γιατρό Petrus Jacobus Stevus που την ανακάλυψε.
Το 1899, ο Σουηδός βοτανολόγος Moises Santiago Bertoni που εργαζόταν στην ανατολική Παραγουάη περιέγραψε λεπτομερώς το φυτό και τις γλυκαντικές του ιδιότητες.
Το 1931, οι Γάλλοι χημικοί M. Bridel και R. Lavielle απομόνωσαν τα συστατικά στα οποία οφείλεται η γλυκιά γεύση των φύλλων της στέβια και που ονομάστηκαν στεβιοσίδη και ρεμπαουδιοσίδη-Α και είναι 200 με 300 φορές γλυκύτερα από τη ζάχαρη.