Η επιστημονική της ονομασία είναι chenopodium quinoa και προέρχεται από τη Νότια Αμερική.
Οι πρώτοι που καλλιέργησαν την κινόα ήταν οι Ίνκας, περίπου από το 3000 π.χ. Ο "σπόρος της Γης" όπως την αποκαλούν οι λαοί της Λατινικής Αμερικής ήταν μέχρι πρόσφατα άγνωστος στην δυτική κουζίνα, μέχρι που βρέθηκε στο προσκήνιο με την ανάπτυξη των βιολογικών προϊόντων.
Η κινόα είχε μεγάλη διατροφική σημασία για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς των Άνδεων. Ήταν η δεύτερη κύρια τροφή μετά την πατάτα και ακολουθούνταν από το καλαμπόκι. Σήμερα χαίρει υψηλής εκτίμησης για τη διατροφική του αξία, τόσο που τα Ηνωμένα Έθνη την έχουν κατατάξει ως υπερτροφή για την υψηλή του περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη (13%).
Μολονότι στην πράξη είναι ένας σπόρος, η κινόα θεωρείται πλήρες δημητριακό και μια καλή πηγή φυτικών ινών.
Η κινόα επιπλέον περιέχει Ωμέγα 3 λιπαρά, τα οποία δε βλάπτουν την καρδιά. Επίσης είναι καλή πηγή φωσφόρου και έχει πολύ μαγνήσιο και σίδηρο. Δεν έχει γλουτένη και χωνεύεται εύκολα.
Οι χώρες με τη μεγαλύτερη παραγωγή κινόας είναι η Βολιβία, το Περού και ο Ισημερινός. Τα τελευταία χρόνια η παραγωγή της βρίσκεται σε διαδικασία επέκτασης σε διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα, καθώς το φυτό ευδοκιμεί εύκολα σε ορισμένες ελληνικές εδαφοκλιματικές συνθήκες και είναι ανθεκτικό στην ξηρασία και την αλατότητα.