Αν και στην Ελλάδα δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στην μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική, η γλυκόριζα απαντάται σε μία ευρεία ποικιλία ζαχαρωτών στη βόρεια Ευρώπη.
Είναι πολύ δημοφιλής στο Ηνωμένο Βασίλειο (όπου ποικιλία διαφορετικών ζαχαρωτών γλυκόριζας αναφέρεται ως "allsorts"), στην Σκανδιναβία, στη Φιλανδία, τη Βόρεια Γερμανία και ειδικά στην Ολλανδία. Το 13ο αιώνα το εκχύλισμα του φυτού χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο για τον πονόλαιμο, το βήχα και τη συμφόρηση. Πιθανολογείται ότι οι έμποροι που πουλούσαν τη γλυκόριζα ως φάρμακο, τη συνδύαζαν με μέλι, δημιουργώντας έτσι τα πρώτα ζαχαρωτά από γλυκόριζα.
Μάλιστα, το 18ο αιώνα ο Ναπολέων Βοναπάρτης μασούσε γλυκόριζα ως φάρμακο, για τα προβλήματα πέψης που αντιμετώπιζε.
Ουσιαστικά, ως γλυκόριζα (liquorice ) είναι γνωστό το εκχύλισμα του ομώνυμου φυτού, η χρήση του οποίου χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων.
Για παράδειγμα, ρίζες γλυκόριζας είχαν βρεθεί στον τάφο του Φαραώ Τουταγχαμών (1398 π.Χ.) ενώ οι αρχαίοι Ρωμαίοι και Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν για φαρμακευτικούς λόγους, όπως σε σιρόπια για το βήχα ή ενάντια στα στομαχικά έλκη.
Σύμφωνα με το Θεόφραστο (3ος αιώνας π.Χ), οι Σκύθες, οι οποίοι είχαν μυηθεί στη γλυκόριζα από τους Έλληνες, μασούσαν γλυκόριζα και μπορούσαν να ζήσουν 12 μέρες χωρίς νερό.
Στην κινέζικη κουζίνα, η γλυκόριζα χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ως καρύκευμα. Συχνά προστίθεται για να δώσει γεύση σε ζωμούς και φαγητά τα οποία σιγοβράζουν σε σάλτσα σόγιας.
Η γλυκόριζα είναι επίσης πολύ δημοφιλής στην Συρία όπου πωλείται ως ποτό.
Όσο για τη γευστική της ταυτότητα, το άρωμα της είναι γλυκό, θερμό και ελαφρώς "φαρμακευτικό". Η γεύση της είναι πολύ γλυκιά, γήινη, ελαφρά ξυλώδης και γλυκανισάτη. Έχει μακριά, πικρή, αλλά και υφάλμυρη επίγευση.