Στον Γάλλο μαρκήσιο, χρηματιστή, έμπορο και κάτοχο της τιμητικής θέση του αρχισερβιτόρου του Λουδοβίκου ΙΔ', ουδοβίκο ντε Μπεσαμέλ, οφείλει η παριζιάνικη "haute cuisine" και η ανθρωπότητα την διάσημη σάλτσα μπεσαμέλ.
Ο Λουί ντε Μπεσαμέλ, εμπορευόταν παστό μπακαλιάρο που τον έφερνε στη Γαλλία από τη Νέα Γη. Διαπίστωσε όμως ότι ο παστός μπακαλιάρος από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δεν ήταν ακριβώς της αρεσκείας των Γάλλων κυρίως λόγω αρώματος.
Άρχισε λοιπόν τις αλχημείες στην κουζίνα του, προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο για να "καμουφλάρει" το άρωμα του ψαριού.. Έτσι, έφτιαξε στις αρχές του 18ου αιώνα μια γευστικότατη λευκόχροη σως και της έδωσε το όνομα του. Μπεσαμέλ.
Σύμφωνα με τον Κονιέ Ντρισκολίνι (Connier Driscollinni) ο μαρκήσιος ντε Μπεσαμέλ ουσιαστικά τελειοποίησε μια παρόμοια παλαιότερη σάλτσα, γνωστή ως βελουτέ.
Η αρχική συνταγή της βελουτέ προοριζόταν για τη συνοδεία μοσχαρίσιου φιλέτου και περιείχε αρκετή κρέμα γάλακτος.
Η μπεσαμέλ ενσωματώθηκε για πρώτη φορά στην Ελληνική κουζίνα από τον διάσημο Έλληνα Σεφ Νικόλαο Τσελεμεντέ, στις αρχές του 20ου αιώνα.
Συνήθως έχει ως βάση το γάλα, το αλεύρι (ή το κορν φλάουρ-καλαμποκάλευρο) και το βούτυρο, ενώ μια πλειάδα μυρωδικών και μπαχαρικών μπορεί να προστεθεί η οποία ξεκινάει από αυγά, αλάτι, πιπέρι, τριμμένο τυρί και τελειώνει σε πιο εξωτικά όπως κανέλα ή μοσχοκάρυδο.