Μουστάρδα

Μαζί με την κέτσαπ και τη μαγιονέζα, η μουστάρδα είναι η πιο διαδεδομένη σάλτσα παγκοσμίως, που δεν λείπει από καμία κουζίνα, επαγγελματική ή οικιακή.

Η μουστάρδα ήταν γνωστή ως μπαχαρικό με την μορφή σκόνης από την αρχαιότητα και πρωτοεμφανίστηκε στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, έχοντας κυρίως ιατρική χρήση.

Αναφέρεται σε ινδικά και σουμεριακά κείμενα ήδη από το 3.000 π.Χ ενώ αργότερα έχουμε συχνότερες αναφορές σε ελληνικά και ρωμαϊκά κείμενα. Μάλιστα, οι Ρωμαίοι άλεθαν σπόρους μουστάρδας και τους ανακάτευαν με κρασί, φτιάχνοντας μία σφιχτή σάλτσα που δεν διέφερε και πολύ από την μορφή της μουστάρδας που γνωρίζουμε σήμερα.

Στον έκτο αιώνα π.Χ., ο Πυθαγόρας χρησιμοποιούσε τη μουστάρδα ως αντίδοτο για τα τσιμπήματα σκορπιού. Εκατό χρόνια αργότερα, ο Ιπποκράτης χρησιμοποιούσε τη σκόνη της μουστάρδας σε μια ποικιλία από φάρμακα και καταπλάσματα, για να "θεραπεύσει" πονόδοντους και μια σειρά από άλλες ασθένειες.

Επιπλέον, στη Βίβλο και τη Καινή Διαθήκη οι σπόροι της μουστάρδας απέκτησαν μια πιο "θεϊκή" διάσταση και αναδείχθηκαν σε σύμβολο πίστης, ως κάτι το οποίο είναι μικρό και ασήμαντο, αλλά όταν καλλιεργηθεί, μεγαλώνει σε δύναμη και εξουσία.

Η μουστάρδα βρήκε τη θέση της στη δυτική γαστρονομία σχετικά αργά. Σταθμός ορόσημο ήταν το 1866, όταν ο Τζερεμάια Κόλμαν, ιδρυτής της διάσημης μάρκας μουστάρδας Colman της Αγγλίας, διορίστηκε ως ο επίσημος.... μουσταρδοποιός της βασίλισσας Βικτωρίας.

Σιγά-σιγά, οι ταπεινοί σιναπόσποροι πέρασαν από τα τραπέζια των ευρωπαϊκών Αυλών στις κουζίνες του λαού ώσπου - από τον 20ο αιώνα και έπειτα- η μουστάρδα είναι από τα πλέον ευπώλητα καρυκεύματα στον δυτικό κόσμο.

Η σύνθεση μιας κλασικής μουστάρδας του εμπορίου αναλύεται σε: νερό, ξύδι, σιναπόσπορο, ζάχαρη, αλάτι, χρωστικές ουσίες όπως η κουρκουμίνη, συμπυκνωμένο μείγμα λεμονιού και μπαχαρικά. Η μουστάρδα κατ' αρχάς διαφοροποιείται βάσει του είδους των σπόρων. Από το Σινάπι παράγεται η λευκή και κίτρινη μουστάρδα, από το Brassica juncea η καφέ μουστάρδα και από το B.Nigra η μαύρη.