Το δημοφιλές λαχανικό για σαλάτες, με την πιπεράτη, αρωματική και ελαφρώς πικρή γεύση έχει μακραίωνη ιστορία και με καταγωγή από τη νοτιοανατολική Ασία.
Η ρόκα καλλιεργείται ως βρώσιμο χορτάρι στην περιοχή της Μεσογείου από τη ρωμαϊκή εποχή. Κείμενα κλασικών συγγραφέων, όπως του Βιργίλιου, αναφέρουν τη ρόκα (Eruca sativa) ως ισχυρό αφροδισιακό. Μάλιστα, εξαιτίας της φήμης του ως σεξουαλικό διεγερτικό, ήταν "συνετό να αναμιγνύεται με μαρούλι, το οποίο είναι το αντίθετο" (δηλαδή, καταπραϋντικό ακόμα και υπνωτικό).
Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι για το λόγο αυτό, κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα ήταν απαγορευμένη η καλλιέργεια του φυτού αυτού σε μοναστήρια.
Ωστόσο, το 802 ο αυτοκράτορας των Φράγκων και των Λομβαρδών Καρλομάγνος εξέδωσε διάταγμα που επέτρεπε την καλλιέργεια της ρόκας ως ένα βασικό βότανο στους κήπους.
Εκτός από τα φύλλα, οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν και τα μαύρα σποράκια της ρόκας, σαν καρύκευμα ενώ στα Ρωμαϊκά χρόνια, χρησιμοποιούσαν τη ρόκα σαν παυσίπονο.
Η ρόκα πέρασε και στην Αμερική με την κατάκτηση της Νέας Γης από τους Ισπανούς αρχικά αποικιοκράτες και στη συνέχεια της μαζικής μετανάστευσης των Ευρωπαίων.
Σήμερα, ο βλαστός και τα φύλλα της ρόκας τρώγονται σε διάφορες σαλάτες σε όλο τον κόσμο ενώ σε ορισμένες περιοχές μαγειρεύεται μαζί με κρέας (παραδοσιακό Σλοβένικο πιάτο).
Η σαλάτα με ρόκα,παρμεζάνα, λιαστές ντομάτες και ξύδι μπαλσάμικο είναι πολύ δημοφιλές στην Ιταλία, Αλβανία, Ισπανία και τελευταία και στην Ελλάδα.